Του Αδάμου Ευαγγέλου
Ήδη πλησιάζουμε στο τέλος του τρίτου προγράμματος προσαρμογής, ο Αύγουστος κοντά είναι και το ε ρώτημα που τίθεται είναι, κατά πόσο είμαστε έτοιμοι για «καθαρή έξοδο» από το πρόγραμμα; Όλα αυτά τα χρόνια των μνημονίων , τι έχουμε κάνει εμείς για να υπάρξει η απαιτούμενη οικονομική προσαρμογή, η οποία θα έδινε ώθηση στην οικονομία για να κινηθεί, σε πορεία ανάπτυξης ώστε να υποστηριχθεί το εγχείρημα της καθαρής εξόδου;
Η πρόοδος που έχει σημειωθεί τα τελευταία οχτώ χρόνια, σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας, είναι τέτοια που δημιουργεί έντονο προβληματισμό κι αυτό φαίνεται καθαρά στην καταγραφόμενη ανάπτυξη της, η οποία είναι σημαντικά χαμηλότερη των στόχων. Το 2017 η ανάπτυξη ήταν 1,4% (μόλις στο μισό για τη χρονιά που πέρασε).
Συγκεκριμένα, την περασμένη χρονιά η κατανάλωση μειώθηκε, οι επενδύσεις οι οποίες θα μπορούσαν να δώσουν ώθηση για να βγούμε στις αγορές πραγματοποιήθηκαν με το σταγονόμετρο και η αναιμική, έστω ανάπτυξη, οδήγησε σε υψηλές εισαγωγές, που κινήθηκαν ισχυρότερα από τις εξαγωγές. Ακόμη, η γραφειοκρατία, οι εργασιακοί νόμοι και η βαριά φορολογία λειτούργησαν ανασταλτικά, μ’ αποτέλεσμα η ελληνική οικονομία να κινείται χωρίς ισχυρή εσωτερική δυναμική.
Αυτή η αδυναμία της, δεν επιτρέπει κάποια ιδιαίτερη αισιοδοξία, για την οικονομική πορεία της χώρας. Το μόνο που φέρνει είναι δύσκολες αποφάσεις, καθώς τον Αύγουστο του 2018 κλείνει και τυπικά το τρίτο μνημόνιο. Συνεπώς θα πρέπει η κυβέρνηση να δει τι θέλει. Θέλει φθηνή χρηματοδότηση και να αναλάβει μια σειρά πολιτικών δεσμεύσεων, οπότε επιλέγει τη «μη καθαρή έξοδο» η οποία δίνει τη δυνατότητα πρόσβασης της χώρας σε φθηνά κεφάλαια από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας; Κεφάλαια που θα έδιναν το δικαίωμα στη χώρα, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της να είναι χαμηλότερο; Ή θέλει να απελευθερωθεί από τις πολιτικές δεσμεύσεις, οπότε επιλέγει τη λεγόμενη «καθαρή έξοδο» χωρίς προληπτική γραμμή στήριξης, αλλά αυτή η επιλογή ενδεχομένως να κοστίσει περισσότερες αποπληρωμές.
Και αυτό, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος σε μια μελλοντική ευρύτερη κρίση, τα επιτόκια να είναι πολύ υψηλά και οι εκδόσεις ομολόγων να αποτύχουν.
Στην προκειμένη περίπτωση τα οικονομικά κριτήρια αξιολόγησης της κάθε επιλογής, θα πρέπει να έχουν ως στόχο την εξασφάλιση μεγαλύτερων οικονομικών οφελών για τη χώρα. Άρα η ερώτηση που τίθεται, είναι, πώς η άσκηση της οικονομικής πολιτικής, θα προσαρμόσει επιτυχώς την οικονομία στους αντικειμενικούς εξωτερικούς περιορισμούς;
Επομένως, η κυβέρνηση οφείλει να πάρει αποφάσεις οι οποίες δεν θα συγκρούονται με την οικονομική ωφέλεια της χώρας, αποφάσεις οι οποίες θα έβαζαν στην άκρη τις οποιεσδήποτε πολιτικές επιδιώξεις, που έχουν σχέση κυρίως με τη σκοπιμότητα παραμονής ή επανεκλογής στην εξουσία. Αν η λήξη του τρίτου μνημονίου παρερμηνευτεί ως ευκαιρία για ανταλλαγή της οικονομικής προσαρμογής με πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη, αν δηλαδή αναιρεθούν οι μεταρρυθμίσεις και μοιραστούν λεφτά, τότε η οικονομία θα εισέλθει σε μια περίοδο χαμηλών προσδοκιών. Η διακοπή της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας και η ανατροπή της δημοσιονομικής ισορροπίας μέσω παροχών θα οδηγήσει τη χώρα σε άτακτη υποχώρηση και σε νέα ικεσία για καινούργιο μνημόνιο.
Με αυτά τα δεδομένα, θα πρέπει η κυβέρνηση να πάρει τις πολιτικές της αποφάσεις, που στόχο θα έχουν την οικονομική ανάταξη της χώρας. Σε αντίθετη περίπτωση μπορεί να επιστρέψουν τα φαντάσματα του παρελθόντος, και αυτοί που θα υποφέρουν και θα πονέσουν περισσότερο, θα είναι τα λαϊκά στρώματα.
Του Αδάμου Ευαγγέλου*