Του Κώστα Δαλακιουρίδη
Βαρύς έπεσε ο πέλεκυς της δικαιοσύνης και δικαίως επί μίας κυρίας που πλαστογράφησε το ενδεικτικό της πέμπτης δημοτικού για να προσληφθεί σαν καθαρίστρια. Αυτό ήταν απαράδεκτο και φυσικά δίκαια άναψαν τα λαμπάκια του δικαστικού λειτουργού.
-Τι λέτε κυρία μου, πλαστογραφούμε για να μην γίνουμε καθαρίστριες και όχι για να γίνουμε. Αυτό είναι ανήκουστο κι αρπάξτε μια καμπάνα για να μάθετε να μας εμπαίζετε.
Δεν ξέρουμε αν έτσι έγιναν τα πράγματα αλλά πώς αλλιώς να δικαιολογήσουμε μια τέτοια καταδίκη; Πώς τυχαίνει να εξαντλείται η αυστηρότητα σε φτωχούς και χωρίς κοινωνικό στάτους που λένε; Είναι η δικαιοσύνη ταξική;
Ναι σου λένε. Αλλά στέρησε τη θέση από κάποια που είχε την ίδια ανάγκη μ’ αυτή. Διότι εδώ δεν είναι διορισμός με μέσον για να προσληφθείς σαν καθαρίστρια να γίνεις γραμματέας και μετά …υπουργός. Εδώ παλεύει η εργατιά για ένα κομμάτι ψωμί.
Δεκτή η λογική αλλά δεν μπορεί να έρχεται η πολιτεία μετά …είκοσι χρόνια για να εφαρμόσει τη νομοθεσία. Αν πάμε έτσι θα γίνει θρησκεία αφού θα δικάζει μετά θάνατο. Όλος ο κόσμος ξέρει ότι τον διορισμό ακολουθεί έλεγχος που πρέπει να είναι αυστηρός για να αποκλείονται μπαγαποντιές.
Από την άλλη πλευρά πώς να σκεφθεί κανείς ότι θα πλαστογραφούσε κάποια ένα …ενδεικτικό δημοτικού; Αυτό σημαίνει ότι, είτε ήταν ολοφάνερη η πλαστογραφία ή κάποια έκανε καταγγελία αν γνώριζε την περίπτωση.
Όμως και στις δύο περιπτώσεις η υπόθεση έπρεπε να τελειώσει εκεί.
Το πιο εξοργιστικό όμως είναι ότι της ζητούν να επιστρέψει τα χρήματα! Δεν ξέρουμε αν της ζητούν και τον νόμιμο τόκο! Καλά εντάξει ας πούμε η καταδίκη. Η επιστροφή πώς δικαιολογείται. Θαυμάστε λογική: Μα ήταν καρπός απάτης!
Δηλαδή δεν τα δούλεψε; Δεν έχυνε τον ιδρώτα ποτάμι; Δεν ξεπλήρωνε τα όσα λεφτά έπαιρνε; Ε τότε να της γυρίσουμε πίσω τον ιδρώτα. Φαίνεται ότι η κοινωνική υποκρισία δεν έχει όρια. Ευτυχώς που υπήρξαν ανακλαστικά κι έσωσαν την κατάσταση.
Αυτό μας θύμισε μια ιστορία: Μια φορά δικαζόταν κάποιος για κλοπή είκοσι ευρώ.
Η προηγούμενη υπόθεση αφορούσε κλοπή εκατό χιλιάδων. Αγόρευαν δικηγόροι επικαλέστηκαν νόμους και παρανόμους, άρθρα και εδάφια, το πνεύμα του νόμου κι άλλα τέτοια, θόλωσαν την κατάσταση και καταδικάστηκε ο «κύριος» σε δύο χρόνια με αναστολή.
Ο ανθρωπάκος έτριβε τα χέρια του. «Αφού αυτός την γλίτωσε έτσι, εμένα θα μου δώσουν έπαινο», σκέφτηκε.
Όμως έφαγες μια ποινή που του ήρθε ο ουρανός σφοντύλι.
– Μα γιατί κύριες πρόεδρε;
– Γιατί ρεζίλεψες τη δουλειά του κλέφτη!
– Μόνο με αυτή την έννοια δικαιολογείται η ποινή. Γιατί ξεφτέλισε τη «δουλειά» του πλαστογράφου.