Η 25η Μαρτίου 1821 καθιερώθηκε από το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος ως ημερομηνία έναρξης του απελευθερωτικού αγώνα, συνδεδεμένη συμβολικά με την γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, που σηματοδοτεί την απαρχή της σωτηρίας του ανθρώπινου γένους από τη δουλεία και φθορά της αμαρτίας.
Η 25η Μαρτίου 1821 καθιερώθηκε από το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος ως ημερομηνία έναρξης του απελευθερωτικού αγώνα, συνδεδεμένη συμβολικά με την γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, που σηματοδοτεί την απαρχή της σωτηρίας του ανθρώπινου γένους από τη δουλεία και φθορά της αμαρτίας.
Σήμερα 200 περίπου χρόνια μετά τιμούμε και γιορτάζομε για μια ακόμη φορά την εθνική μας παλιγγενεσία μέσα σε μια ατμόσφαιρα ανασφάλειας εσωτερικής αναστάτωσης και αβεβαιότητας, όπου επικρατεί μια τάση αμφισβήτησης και υποβάθμισης των εθνικών επετείων και θρησκευτικών εορτών.
Έτσι ο εορτασμός θα περιορισθεί τυπικά στην καθιερωμένη Δοξολογία στους Ναούς, όπου θα καταλάβουν τις πρωτοκαθεδρίες οι ‘επίσημοι’, πιστεύοντες και μη πιστεύοντες, στην εκφώνηση κάποιου δεκάρικου πανηγυρικού περί του ενδόξου ημών έθνους και στην αμφισβητουμένη από πολλούς, ως αναχρονιστική και «εθνικιστική » εκδήλωση ,παρέλαση, που σπιλώνεται πολλές φορές από αναρχικούς ή αντιφρονούντες συνδικαλιστές. Δεν θα δούμε κανένα αξιόλογο αφιέρωμα και καμιά σοβαρή εκπομπή εκ μέρους των εκπροσώπων της πνευματικής ηγεσίας του τόπου από τα εμπορικά κανάλια μας για την σημασία και τα διδάγματα του ανεκτίμητου αυτού κεφαλαίου της ιστορίας μας. Αντίθετα διαπιστώνεται μια ροπή αποδόμησης και διαστρέβλωσης των ιστορικών γεγονότων από νεόκοπους «προοδευτικούς» ιστορικούς, προκειμένου να είμαστε αρεστοί στους ανατολικούς γείτονές μας.
Γίνεται συνήθως λόγος ότι με την Επανάσταση αποκτήσαμε την εθνική μας ανεξαρτησία. Ποια όμως ανεξαρτησία; Μήπως θεωρείται ανεξαρτησία η εξάρτηση μας από κάποιες «μεγάλες δυνάμεις» που διαρκεί από την απελευθέρωσή μας μέχρι σήμερα; Μήπως είναι ανεξαρτησία η υποδούλωσή της Πατρίδας στις ληστρικές οικονομικές δυνάμεις από τις οποίες παίρναμε απερίσκεπτα δανεικά ξεπουλώντας τα ιδανικά και τις ανεκτίμητες αξίες της αξιοπρέπειας ,της αυθεντίας και της αυτοκυριαρχίας μας; Τότε είχαμε να αντιμετωπίσουμε μια ισχυρή Οθωμανική αυτοκρατορία, ενώ σήμερα είμαστε δέσμιοι σε πανίσχυρα οικονομικά κέντρα, που διασύρουν με αναίδεια τη χώρα μας και προσπαθούν «να κάνουν στάχτη έναν λαό, που είναι αιώνια φλόγα» κατά τον Κ. Βάρναλη. Ας όψονται για την κατάσταση αυτή όσοι νομιμοποίησαν την διαφθορά και εισήγαγαν στον τόπο μας ένα αμοραλισμό ισοπεδωτικό των παραδοσιακών μας ηθών και αξιών. Ευθυνόμαστε όμως και όσοι ανεχτήκαμε και επιτρέψαμε να κυριαρχήσει η φαυλότητα, η ανομία, η αναξιοκρατία και ατιμωρησία των σύγχρονων Ηρόστρατων.
Σήμερα που τα τύμπανα του πολέμου ηχούν στη γειτονιά μας. Σήμερα; που τη χώρα μας κατακλύζουν οι ορδές των αλλοεθνών και αλλόδοξων ξεσπιτωμένων προσφύγων και μεταναστών. Σήμερα που ο κίνδυνος αφελληνισμού και αποχριστιανισμού ιίναι ‘ante portas’. Σήμερα καθίσταται επιτακτική η ανάγκη μιας νέας Εθνικής Παλιγγενεσίας, μιας αναγέννησης και αναζωογόνησης του φοβισμένου , προδομένου και απογοητευμένου λαού μας με την αναδημιουργία, τον επαναπροσδιορισμό της εθνικής μας ταυτότητας , την επιστροφή στις αυθεντικές ελληνοχριστιανικές αξίες και παραδόσεις προς ανασύνταξη και αναπτέρωση των υποβοσκουσών δυνάμεών μας απέναντι στους πολυδιάστατους και υποχθόνιους κινδύνους που μας απειλούν. Και όπως γράφει ο Βρετανός ιστορικός Μαρκ Μαζάουερ « η Ελλάδα για άλλη μια φορά πολεμάει στην πρώτη γραμμή του αγώνα για το μέλλον της».
Η Εκκλησία, που πρωτοστάτησε στον απελευθερωτικό αγώνα με τις εκατόμβες των κληρικών που θυσιάστηκαν στο βωμό του καθήκοντος και οι λανθάνουσες υγιείς πνευματικές δυνάμεις του τόπου έχουν τον πρώτο λόγο για μια νέα εθνεγερσία προς ένα ιστορικό μας μετασχηματισμό.