Του Χρήστου Γκουγκουρέλα
Από τις αρχές του 2015, κατόπιν σχετικής απόφασης της ΕΚΤ, η Ευρωζώνη εισήλθε σε μια νέα εποχή. Η ποσοτική χαλάρωση (QE), δηλαδή η αγορά ομολόγων των κρατών-μελών (κ-μ) από την ίδια την ΕΚΤ και στις ‘‘δευτερογενείς’’ Αγορές, κατέστη ένα από τα ισχυρότερα, εκ των συνθηκών γεννηθέντα, όπλα του Ευρωσυστήματος αναφορικά με την προσπάθεια υποβοήθησης κρατικών Οικονομιών στην υπέρβαση της Κρίσης και επαναφοράς τους στη σιγουριά της σταθεροποίησης, αλλά και παράλληλα συμβολικό βήμα(;) διαφοροποίησης και εμβάθυνσης της ίδιας της Αρχιτεκτονικής της ΟΝΕ.
Στην Ελλάδα, η Κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα ‘‘επένδυσε’’ πολιτικά σε αυτήν την προοπτική και ανήγαγε με τη μεστή αναφορών ρητορική της το QE σε καταληκτικό στόχο του αφηγήματος της. Ο Πρωθυπουργός σε συνέντευξη του στο πρακτορείο Reuters πριν έναν περίπου χρόνο είχε εκφράσει την ‘‘πίστη’’ του ότι η Χώρα θα μπορούσε να ενταχθεί στην εν λόγω Πρακτική της ΕΚΤ μέσα στο 2016 και να επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης μέσα στο 2017: ‘‘Ελπίζω πως στους επόμενους έξι μήνες η Ελλάδα θα μπορέσει να συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), από το οποίο έχει αποκλειστεί έως τώρα λόγω της χαμηλής πιστοληπτικής της αξιολόγησης… Είναι εφικτό μέχρι το Eurogroup του Δεκέμβρη (του 2016) να έχουμε θετικές αποφάσεις ώστε είτε μέχρι το τέλος του χρόνου είτε στις αρχές της νέας χρονιάς η Ελλάδα να ενταχθεί στο QE’’. «Η χώρα μας πρέπει να μπει το συντομότερο δυνατό στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης για να γίνει πόλος επενδύσεων, αρχής επενδύσεων από το 2017» επέμεινε ο κ. Τσίπρας. Τα ίδια δε έλεγε και στο εσωκομματικό του ακροατήριο (πχ στη Συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ τον Φεβρουάριο του 2017).
Γιατί όμως τόση αδημονία και λεκτική προπέτεια για το QE; Είναι άραγε, στα αλήθεια, τόσο σημαντικό και πολύτιμο; Άξιζε και αξίζει να συνεχίζει να θεωρείται σκοπός Εθνικής Πολιτικής και στοχευτικό refugium πολιτικού Λόγου και διαχειριστικού Αφηγήματος;
Η ‘‘ποσοτική χαλάρωση’’ είναι κομμάτι του προγράμματος της ΕΚΤ περί αγοράς άυλων αξιών (Assets Purchase Programme – APP) στις διεθνείς αγορές χρηματοπιστωτικών προϊόντων και ειδικότερα ομολόγων κρατών (οπότε σε τούτη την περίπτωση λαμβάνει την μορφή του Public Sector Purchase Programme – PSPP). Είναι μια κεϋνσιανής έμπνευσης φόρμουλα τεχνητής οικονομικής αρωγής στις δοκιμαζόμενες Οικονομίες της Ευρωζώνης και ‘‘τεστάρει’’ τα νομικά όρια των Συνθηκών της ΕΕ. Ωστόσο, στην παρούσα φάση, η λειτουργική της Λογική είναι προφανής και αξιομνημόνευτη:
Στα πλαίσια του προγράμματος αυτού, η ΕΚΤ αγοράζει ομόλογα (κυρίως κ-μ) από τις τράπεζες (Σημ. Μέχρι σήμερα μάλιστα η ΕΚΤ έχει διαθέσει το πρωτοφανές στην Ιστορία της ποσό των περίπου 1,2 τρις ευρώ). Ο δε προσδιορισμός των τραπεζών αυτών γίνεται στην Κατευθυντήρια Γραμμή (Guideline) της ΕΕ 2015/510 της ΕΚΤ της 19ης Δεκεμβρίου 2014 σχετικά με την εφαρμογή του πλαισίου νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (ΕΚΤ/2014/60).
Όταν, επομένως, η ΕΚΤ εφαρμόζει τη συγκεκριμένη πολιτική δημιουργεί τεχνητή αύξηση της ζήτησης των κρατικών ομολόγων, γεγονός που συνεπάγεται την αύξηση της ονομαστικής αξίας τους και της ‘‘εμβέλειας’’ της σημασίας τους στην διατραπεζική αγορά. Αυτός είναι ένας έξυπνος τρόπος να δημιουργεί στην ουσία χρήμα στο τραπεζικό σύστημα όλης της Ευρωζώνης. Ταυτόχρονα, αγοράζοντας κρατικά ομόλογα, στην ουσία αγοράζει ‘‘εθνικό χρέος’’ και καθιστά πιο βατό το δανεισμό ενός κράτους από τις Αγορές.
Εφόσον, έτσι, υπάρχει περισσότερο διαθέσιμο χρήμα στην τραπεζική και χρηματιστηριακή αγορά, φυσικό είναι να προκαλείται πτώση των επιτοκίων και δη καθολικά, σε οριζόντιο επίπεδο, η δε πτώση αυτή καθιστά ‘‘φθηνότερη’’ και πιο ευνοϊκή τη λήψη δανείων από οποιονδήποτε φορέα (φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ιδιωτική επιχείρηση ή κρατική δομή).
Από εκεί και πέρα, η αλληλουχία της ‘‘αλυσίδας’’ των διαδοχικών ευμενών συνεπειών είναι ευσύλληπτη. Άτομα και επιχειρήσεις μπορούν να δανείζονται ευκολότερα κεφάλαια και δεδομένων, όπως επισημάνθηκε παραπάνω, των χαμηλότερων επιτοκίων μπορούν να αποπληρώνουν επίσης ευκολότερα, πιο φερέγγυα αλλά και με συμφερότερους όρους τα δάνεια τους.
Αυτό ακριβώς το δεδομένο δίδει πραγματική ώθηση στο απαιτούμενο για τη διεύρυνση μιας Οικονομίας ‘‘δίδυμο εννοιολογικών – προϋποθετικών υποστυλωμάτων’’, δηλαδή τις επενδύσεις αλλά και την κατανάλωση. Οι περισσότερες επενδύσεις και η μεγαλύτερη κατανάλωση, ως πτυχές του ενάρετου κύκλου μιας Οικονομίας, υποστηρίζουν την ουσία της Οικονομικής Ανάπτυξης και τη δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας.
Σε ένα δε παράλληλο με όλα τα ανωτέρω επίπεδο, η παραγωγή περισσοτέρων προϊόντων, ως απότοκο του ‘‘περισσότερου χρήματος’’, των ‘‘περισσότερων επενδύσεων’’, άρα και της ‘‘περισσότερης κατανάλωσης’’, τονώνει την προσφορά που με τη σειρά της προκαλεί αντίστοιχη αύξηση των τιμών, γεγονός που αποκλιμακώνει τις αποπληθωριστικές τάσεις. Η αύξηση του μέσου όρου του πληθωρισμού σ’ όλη την Ευρωζώνη και η διατήρηση του στον κεντρικό στόχο, δηλαδή λίγο πιο κάτω από το 2%, είναι από εκεί και πέρα θέμα χειρισμών της ΕΚΤ.
Να, λοιπόν, γιατί εδώ και ενάμιση χρόνο ο κ. Τσίπρας ‘‘ομιλούσε’’ περί QE και ένταξης των ελληνικών ομολόγων σε αυτό το καθεστώς. Με την πρόσφατη όμως ‘‘συνθηκολόγηση’’ του, προκειμένου να ληφθεί η δόση της 2ης αξιολόγησης, αυτή των 8,5 δις ευρώ, και να μην πτωχεύσει η Χώρα καταμεσής του τρέχοντος καλοκαιριού, δεν έλαβε ούτε καν υποσχέσεις για ένταξη στο QE της ΕΚΤ, αλλά στην ουσία δέσμευσε τη Χώρα με … στόχους μέχρι και το 2060!!!
Γι’ αυτό και ο Υπουργός Οικονομίας, Δ. Παπαδημητρίου, ενώ σε πρόσφατη συνέντευξη του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ εξέφραζε την πεποίθηση του ότι η Ελλάδα μέχρι τις αρχές του Ιουνίου του 2017 θα είχε ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (κάτι που κατά δήλωση του ‘‘θα δώσει ώθηση τόσο στην εγχώρια επιχειρηματικότητα, όσο και στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων’’), ποιώντας στροφή 180ο (τι το περίεργο, άλλωστε, για άνθρωπο αυτής της Κυβέρνησης;;;), υπερθεμάτισε μιλώντας στο Bloοmberg ότι το QE δεν είναι δα και ‘‘κάτι σπουδαίο’’, ούτε καν στόχος πολιτικής (όπως μας έλεγαν), αλλά απλά έχει ‘‘συμβολική σημασία’’, υπό την έννοια ότι η ένταξη της Χώρας μας σ’ αυτό θα ήταν απλά ένα ‘‘σημάδι’’ ότι έχουμε επανεισέλθει, ως Κράτος και Οικονομία, στο… δρόμο της Αρετής. Και αναρωτιέμαι: Θα έχει άδικο κανείς αν τους χαρακτηρίσει (όλους της νυν Κυβέρνησης) ως τους πιο κραυγαλέα ‘‘πολιτικά υποκριτές’’ από τη Μεταπολίτευση κακείθεν;
Κατερίνη, 4/7/2017
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΟΥΓΚΟΥΡΕΛΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ LLM