Του Γιάννη Κορομήλη
Όπως γράψαμε επανειλημμένα στη στήλη, για να ελπίζουμε σ’ ένα καλύτερο μέλλον για όλους μας και την Πατρίδα, πρέπει να εξοπλίσουμε το πολιτικό μας σύστημα με τους απαραίτητους θεσμούς. Είτε ενισχύοντας όσους από τους υπάρχοντας θεωρούμε μεν θετικούς πλην χρειάζεται να βελτιωθούν προς τη σωστή κατεύθυνση. Είτε καταργώντας αυτούς που κρίνονται αναχρονιστικοί, αναποτελεσματικοί, «κλειστοί», απρόσφοροι.
Είτε εισάγοντας νέους που θα καλύπτουν ανάγκες που δεν καλύπτονται πλέον από τους ισχύοντες..
Εξυπακούεται ότι αυτό πρέπει απαραιτήτως να γίνει, όπως συμβούλευε ο σοφός Σωκράτης από τους ειδήμονες, τους επαΐοντες. Κι αυτούς κάποιοι πρέπει να τους επιλέξουν. Που θάναι βέβαια ικανοί να κάνουν τις σωστές επιλογές. Να αναθέσουμε εμείς, ο λαός στους πολιτικούς μας αυτό το έργο, θα ήταν σίγουρα λάθος. Και τούτο διότι, αν και εμείς τους αναδεικνύουμε βουλευτές ή πρωθυπουργούς, δεν τους έχουμε καμία εμπιστοσύνη. Απόδειξη; Όλες οι δημοσκοπήσεις, από τότε σχεδόν που υπάρχουν, δείχνουν όσοι πολίτες και όποτε ερωτηθούν πάντα κατατάσσουν ως προς την αξιοπιστία, τελευταίους και καταϊδρωμένους τους πολιτικούς. Λίγο, πιο πάνω απ’ αυτούς – ως προς, την αξιοπιστία πάντα – βάζουμε τους δημοσιογράφους. Εννοείται σε πανελλήνιο επίπεδο, αφού σ’ αυτό γίνονται οι δημοσκοπήσεις.
Υπάρχει βέβαια στο σημείο αυτό μια αντίφαση: τους πολιτικούς τους ψηφίζουμε εμείς, οι ψηφοφόροι. Πράγμα που σημαίνει ότι βρίσκουμε κατάλληλους (οι περισσότεροι) αυτούς που εκλέγονται. Μια και τους «σταυρώνουμε» οι περισσότεροι. Τους στέλνουμε στη Βουλή και ύστερα υποστηρίζουμε πως δεν τους έχουμε καμία εμπιστοσύνη! Τους ίδιους που φωνάζαμε τη μέρα των εκλογών «ωσαννά», πριν αλέκτωρ φωνήσαι κραυγάζουμε «άρον, άρον σταύρωσον αυτούς». Γίνεται; Ασφαλώς και γίνεται.
Η συγκεκριμένη αντίφαση μπορεί να εξηγηθεί με τρεις τρόπους: α) όταν ψηφίζουμε δεν αξιολογούμε σωστά και στέλνουμε στη Βουλή όποιον νάναι. Έτσι όταν τους δούμε στο νομοθετικό τους έργο ή στην Εκτελεστική εξουσία βλέπουμε ότι δεν τα καταφέρνουν καλά και τους καταδικάζουμε. Ή στις επόμενες δημοσκοπήσεις κρίνοντας τους αναξιόπιστους ή τη μέρα των εκλογών. Η οποία, στην πραγματικότητα – όπως έλεγε ο Καρλ Πόππερ – δεν είναι ημέρα γιορτή της λαϊκής κυριαρχίας αλλά ημέρα – λαϊκό δικαστήριο. Στην οποία κρίνουμε τα πεπραγμένα των κυβερνήσεων κυρίως. Κάτι ανάλογο έλεγε κι ο μακαρίτης ο Αθαν. Κανελλόπουλος ( π. υπουργός, πανέξυπνος άνθρωπος, και πολιτικός): «Οι Έλληνες δεν ψηφίζουμε, καταψηφίζουμε.»
β) Οι ίδιοι οι πολιτικοί είναι στην πλειονότητά τους, καλοί αλλά «χαλούν» στην πορεία. Όταν δηλαδή γίνονται βουλευτές, υπουργοί και (ελάχιστοι βέβαια) πρωθυπουργοί. Γ) Ισχύουν και τα δύο προαναφερόμενα α και β και δ) Τα αίτια της αντίφασης είναι άλλα βαθύτερα.
Στο θέμα αυτό, στην πολιτική και τους πολιτικούς, αναφέρεται ο π. Πρόεδρος της Δημοκρατίας Μιχ. Δ. Στασινόπουλος ( υπήρξε προηγουμένως πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας, διακεκριμένος και έντιμος δικαστικός) στο βιβλίο του «με ψήφους τρεις έναντι δύο». Στην αρχή – αρχή ξεκινάει με το αξίωμα: «Η κρατική εξουσία που δεν υπόκειται σε έλεγχο, παραφρονεί». Συνεχίζει με το «… Η ύπαρξη ελέγχου είναι βασική ανάγκη για την κανονική λειτουργία καθεμιάς εξουσίας ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο. Και είναι συνυφασμένη με την Ελευθερία… »Τονίζει επίσης και το εξής: «… Όπως και στα άγρια θηρία, η δύναμη του ανθρώπου, αν μείνει ανενόχλητη, έχει την τάση να μεγαλώνει ολοένα. Είναι μια παράδοξη ατέλεια, μια αδυναμία , αυτή η αδιάκοπη τάση του ανθρώπου να αυξάνει τις εξουσίες του». Ειρήσθω εν παρόδω ότι κάτι ανάλογο είπε κι ο Άγγλος ιστορικός και πολιτικός John Acton: «Η εξουσία διαφθείρει, η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απολύτως».
Τούτων δοθέντων ένας νέος θεσμός, ανάμεσα στους πρώτους που πρέπει να κατοχυρωθεί συνταγματικά είναι αυτός του ελέγχου της εξουσίας, της κάθε πολιτικής εξουσίας.
Συνεχίζεται