«Και ότε ήνοιξε την τρίτην σφραγίδα, ήκουσα το τρίτον ζώον λέγον, Έρχου και βλέπε. Και είδον, και ιδού ίππος μέλας, και ο καθήμενος επ’ αυτού είχε ζυγαρίαν εν τη χειρί αυτού. Και ήκουσα φωνήν λέγουσαν, Μία χοίνιξ σίτου δι’ έν δηνάριον και τρείς χοίνικες κριθής δι εν’ δηνάριον και το έλαιον και τον οίνον μη βλάψης.
Ζωγράφος
«Και ότε ήνοιξε την τρίτην σφραγίδα, ήκουσα το τρίτον ζώον λέγον, Έρχου και βλέπε. Και είδον, και ιδού ίππος μέλας, και ο καθήμενος επ’ αυτού είχε ζυγαρίαν εν τη χειρί αυτού. Και ήκουσα φωνήν λέγουσαν, Μία χοίνιξ σίτου δι’ έν δηνάριον και τρείς χοίνικες κριθής δι εν’ δηνάριον και το έλαιον και τον οίνον μη βλάψης.
Και ότε ήνοιξε την σφραγίδα την τέταρτην, ήκουσα φωνήν του τετάρτου ζώου λέγουσαν, Έρχου και βλέπε. Και είδον, και ιδού ίππος ωχρός, και ο καθήμενος επάνω αυτού ονομάζετο Θάνατος, και ο Άδης ηκολούθει μετ’ αυτού και εδόθη εις αυτούς εξουσία επί το τέταρτον της γης να θανατώσει με ρομφαίαν και με πείναν και με θάνατον, και με τα θηρία της γης» (Αποκάλυψη, ς’ 5-8)
Τα είδες, δεν τα είδες φίλε αναγνώστη, εκείνα τα σκελετωμένα κορμάκια των παιδιών στη Μαντάγια της εμπόλεμης ζώνης της Συρίας; Και όχι μόνο. Δεν είδες κι εκείνα τα ορθάνοιχτα μάτια των παιδιών να σε κοιτούν με δέος και απορία και να καρφώνουν βαθειά μεσ’ στην ψυχή σου εκείνο το πύρινο βλέμμα και να ρωτούν…γιατί;
Γιατί να συμβαίνουν όλα αυτά τα παράλογα, παράδοξα κι απάνθρωπα γεγονότα;
Τα παιδάκια θα έπρεπε να παίζουν μπάλα στις αλάνες της γειτονιάς τους ή να χτενίζουν τα μαλλιά της Μπάρμπη και να στολίζουν το κουκλόσπιτό της.
Όμως ζούνε… εν καιρώ πολέμου!
Κι αν ζούσανε μόνο φτωχά, θα μπορούσαν, τουλάχιστον, να κόβουν μια μελιτζάνα από τον κήπο τους και να την μεταμορφώνουν σε γαϊδουράκι βάζοντάς της τέσσερα ξυλαράκια για πόδια και στο κοτσάνι να δένουν ένα σχοινί και να το τραβούν, όπως κάναμε εμείς παλιά… εν καιρώ πολέμου.
Γιατί τα παιδιά ξέρουν να παίζουν με το κάθε τι. Όταν όμως τέλειωνε το παιχνίδι, μπαίναμε μέσ’ στο σπίτι και βρίσκαμε ένα πιάτο φαί στο τραπέζι από λίγο τραχανά, λίγο χαβίτς, λίγο τρίμμα, λίγη μπομπότα ή γάλα και ψωμί.
Κι η κότα στο κοτέτσι γεννούσε κανένα αυγουλάκι και η μάνα άρμεγε το γάλα από την αγελάδα, το έκανε γιαούρτι και μάζευε τα καϊμάκια να τα χτυπήσει να βγάλει το βούτυρο…εν καιρώ πολέμου.
Και τώρα τι;
Πέρα εκεί στη Μαντάγια, οι άνθρωποι αντί για λάχανα τρώνε τα αγριόχορτα και αντί για κρέας τρώνε τα κατοικίδιά τους, τα σκυλιά και τις γάτες. Όπως οι ελεύθεροι πολιορκημένοι στο ηρωικό Μεσολόγγι! Για ποια ιδανικά άραγε, σήμερα;
Και η ανθρωπιστική βοήθεια άργησε τόσο που κάποιοι δεν πρόλαβαν και πέταξαν ψηλά στα ουράνια και χτύπησαν δειλά δειλά την πόρτα του Αγίου Πέτρου που τρόμαξε βλέποντας μπροστά του τόσους νέους, γέρους και μικρά παιδιά.
Και ο πόλεμος καλά κρατεί και η ανθρωπιστική βοήθεια …
Πόλεμος για παγκόσμια συμφέροντα. Για το πετρέλαιο, για την εξουσία, για το χρήμα, με κάθε αντίτιμο… με αίμα, με δάκρυα, με πόνο, με πείνα, με θάνατο. Χωρίς καμία έκπτωση. Άλλοι πεθαίνουν από τις βόμβες, άλλοι από την πείνα και άλλοι… θαλασσοπνίγονται.
Όταν ο Μούνχ ζωγράφιζε την «κραυγή» έβγαζε από μέσα του όλο το φόβο, την απελπισία και την οδύνη της μοναξιάς του! Δεν ήταν κάλεσμα σε βοήθεια αλλά έκφραση της απόγνωσης που παραμόρφωνε την εικόνα του κόσμου γύρω του, εκεί στα παγωμένα Νορβηγικά Φιόρδ! Η ίδια απόγνωση που βλέπεις σήμερα στα μάτια των παιδιών της Μαντάγια…εν καιρώ πολέμου!
Τι λες φίλε αναγνώστη, έρχεσαι μαζί μου και αντίθετα από τον Μούνχ να βγάλουμε μια κραυγή οργής και να πούμε: Έ, σείς εκεί οι αφέντες, οι μικροί και οι μεγάλοι, εσείς που νομίζετε πως η γη σας ανήκει πώς είναι το τσιφλίκι σας, σταματήστε καταραμένοι αυτόν τον άδικο πόλεμο.
Η ζωή σας στο μάταιο αυτό κόσμο είναι μετρημένη. Δύο μέτρα γης ανήκει στον καθένα ούτε σπιθαμή παραπάνω. Ούτε σε σας ούτε στα παιδιά σας.
Καλέστε την ειρήνη να έρθει στη γη, σαν τραγούδι, σαν ελπίδα και σαν χαρά, να φεγγοβολήσει όλ’ η γη.
Αντί για βόμβες να φυτρώσουν λουλούδια ολοπλούμιστα και στις πλατείες να στηθούν χοροί με κλαρίνα και βιολιά, να ξαναγίνει ο κόσμος επίγειος παράδεισος…
Και η κραυγή μας να ακουστεί…επιτέλους να ακουστεί!