Του Αντώνη Ι. Ζαρκανέλα, π. Γενικού Διευθυντή Ανάπτυξης της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης.
Κεφάλαιο 2
Αντώνη Ι. Ζαρκανέλα
π. Γενικού Διευθυντή Ανάπτυξης
της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης.
Περίληψη Προηγούμενου: Οι παλαιοί πολιτικοί των μεγάλων αστικών κομμάτων αλλά και εκείνοι μικρότερων πολιτικών σχηματισμών μετά την ήττα και την είσοδο των κατακτητών στην Ελλάδα θεώρησαν ότι είναι πια «ελεύθεροι» αφού έπεσε ο καθεστώς του Μεταξά και δεν υπήρχε βασιλιάς. Με την Ελλάδα υποδουλωμένη και τον Λαό τραυματισμένο και ταπεινωμένο, η σκέψη τους ήταν τί πρέπει να κάνουν ώστε μετά την απελευθέρωση να μην επιστρέψει ο «επίορκος βασιλιάς». Το ΚΚΕ μετά την ανασυγκρότησή του άρχισε να κινείται έξυπνα απευθυνόμενο σε όλους τους πολίτες, αδιακρίτως παρελθόντος, ερχόμενο εμμέσως σε επαφή με τους αστούς πολιτικούς, λόγω της καχυποψίας που αυτοί, και ιδιαίτερα οι Βενιζελικοί, το περιέβαλαν. Εξάλλου είχε ήδη αποφασίσει η ΚΕ του ΚΚΕ, στην 6η και 7η Ολομέλειά της, ότι το κόμμα έπρεπε να είναι «..ο εγκέφαλος και η ραχοκοκαλιά της οργάνωσης..» που ετοίμαζαν..
ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ – ΤΟ ΚΚΕ. (Συνέχεια)
Όπως αναφέρει ο Σαράφης στο βιβλίο του «Ο ΕΛΑΣ», ενημέρωσε τον Σοφούλη και άλλους πολιτικούς παράγοντες για τις προτάσεις των εκπροσώπων του ΚΚΕ αλλά συνάντησε άρνηση με το δικαιολογητικό ότι «..μια τέτοια δράση θα ήταν πρόωρη και θα προκαλούσε αντίποινα υπό μορφή συλλήψεων, εκτελέσεων και βιαιοτήτων από τον κατακτητή» (ΖΑΟΥΣΗΣ 2015- (1987) , σελ. 331). Οι επαφές των στελεχών του ΚΚΕ συνεχίστηκαν με τον Καφαντάρη και τον Στρατηγό Στ. Γονατά συναντώντας όμως όχι μόνο άρνηση αλλά και την απειλή του τελευταίου ότι αν άρχιζαν ένοπλο αγώνα, θα είχαν απέναντι τον ίδιο τον Γονατά και άλλους πλαστηρικούς αξιωματικούς. Συνοψίζοντας, οι αστοί πολιτικοί ηγέτες, ιδίως οι βενιζελικοί -πλην του Κανελλόπουλου- ενώ συνεχώς πολιτικολογούσαν και θεωρητικολογούσαν στο ποια θα ήταν η θέση τους μετά τη απελευθέρωση και χωρίς τον βασιλιά, τις ίδιες εκείνες κρίσιμες εβδομάδες το ΚΚΕ έχοντας μια πρωτόφαντη, μέχρι ασυδοσίας γι’ αυτούς, ελευθερία κινήσεων που δεν την είχαν ούτε πριν ούτε μετά την Κατοχή, ανασυγκροτούσε το κόμμα και ετοιμαζόταν.. (ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ, 2011(1973), σελ. 142, 144)
Οι λόγοι για τους οποίους ο παλαιοδημοκρατικός-βενιζελικός κόσμος αντέδρασε αρνητικά στη δημιουργία αντίστασης ήταν, κατά τον Ζαούση, τρεις: 1. Δεν είχε την προνοητικότητα και η συλλογιστική του βραδυπορούσε, 2. Έτρεφε μια δυσπιστία προς το ΚΚΕ από την εποχή του αντικομμουνιστικού νόμου του Βενιζέλου, του γνωστού «Ιδιωνύμου» και, 3. Ήταν υπεραπασχολημένος με τον βασιλιά. Οι εξελίξεις δικαίωσαν τον παλαιοδημοκρατικό-βενιζελικό κόσμο μόνον όσον αφορά την δυσπιστία του προς το ΚΚΕ, επομένως λόγω της στάσης τους αυτοί οι πολιτικοί έμειναν πίσω ως προς τη δημιουργία αντιστασιακών οργανώσεων. (ΖΑΟΥΣΗΣ 2015 – (1987) , σελ. 332).
ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ
Πέρα, βέβαια, από τους πολιτικούς και τα κόμματα, υπήρχαν οι Έλληνες Αξιωματικοί οι οποίοι μετά την κατάρρευση των δύο μετώπων, του Αλβανικού και της «Γραμμής Μεταξά, είχαν, ιδιαίτερα οι ηγήτορες των σημαντικών μονάδων, την ευθύνη να δώσουν τις απαραίτητες εντολές ώστε η παράδοση και η διάλυση των μονάδων να γίνουν με τέτοιο τρόπο ώστε τουλάχιστον οι άντρες τους, οι φαντάροι, να πάρουν τον δρόμο επιστροφής στα σπίτια τους όσο πιο συντεταγμένα ήταν δυνατόν.
Οι αξιωματικοί όλων των κατηγοριών -μόνιμοι, μόνιμοι εξ εφέδρων, έφεδροι εκ μονίμων- και ιδιαίτερα εκείνοι των ανώτερων και ανώτατων βαθμίδων επιστρέφοντας στα σπίτια τους διαπίστωναν ότι ήταν κυριολεκτικά «στον αέρα». Άνεργοι και χωρίς πιθανότητες ανεύρεσης κάποιας δουλειάς. Μια σκλαβωμένη χώρα, εξάλλου, δεν διαθέτει στρατό. Και οι ίδιοι, ακόμη κι αν διέθεταν επαγγελματικά κάποια προσόντα π.χ. ήταν μηχανικοί, δεν υπήρχε Εθνική Οικονομία…
Για να «επιβιώσουν» επαγγελματικά οι στρατιωτικοί υπήρχαν γι’ αυτούς καταρχήν δύο δρόμοι, τουλάχιστον για τους μόνιμους. Με τη χώρα υπό τριπλή κατοχή, μια φυσιολογική διέξοδος θα ήταν να αναλάβουν ένοπλο αγώνα εναντίον του κατακτητή. Ένας άλλος δρόμος θα ήταν να φύγουν προς τη Μέση Ανατολή και να ενταχθούν στις υπό οργάνωση στρατιωτικές δυνάμεις που κατά προτεραιότητα προωθούσε η ευρισκόμενη στην εξορία Ελληνική Κυβέρνηση η οποία αποτελούσε προϋπόθεση για την προώθηση της βασικής της επιδίωξης: Την προβολή των εθνικών διεκδικήσεων (ΚΑΤΣΙΚΩΣΤΑΣ, Δ., 2015, σελ.41). Μια τρίτη λύση ήταν οι επιστροφή στον τόπο καταγωγής, στην επαρχία, για να επιβιώσουν τουλάχιστον στην αρχή και ιδιαίτερα κατά τον δύσκολο χειμώνα 1941-42.
Μια τέταρτη προοπτική ανοίχθηκε από την κυβέρνηση Τσολάκογλου προς το τέλος του 1941 και ήταν η κατάληψη θέσεων που δημιουργήθηκαν στον κρατικό μηχανισμό από την πρώτη Κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου, η οποία βλέποντας το έντονο πρόβλημα επιβίωσης των Αξιωματικών δημιούργησε ευκαιρίες στο Υπουργείο Άμυνας και των Σωμάτων Ασφαλείας, αλλά και σε άλλες υπηρεσίες, κεντρικές ή περιφερειακές, άλλων Υπουργείων όπως π.χ. Νομαρχίες, του Υπουργείου Επισιτισμούς κλπ. Ιδιαίτερα, σε περιοχές με υψηλή Εθνική ευαισθησία και επικινδυνότητα όπως για παράδειγμα στην Μακεδονία όπου η δημιουργία της Βουλγαρικής Λέσχης θεσσαλονίκης αλλά και ο προβληματισμός και οι ανησυχίες που δημιούργησε «η εξέγερση της Δράμας» και η αιματηρή για τους κατοίκους της Ανατολικής Μακεδονίας καταστολή της επέσπευσε την αποστολή αξιωματικών στην Θεσσαλονίκη και στελέχωση θέσεων πολιτικών υπαλλήλων με Αξιωματικούς με κύρια αποστολή την παρακολούθηση και παρεμπόδιση της βουλγαρικής προπαγάνδας μετά και την τοποθέτηση του συνταγματάρχη Ιππικού Αθ. Χρυσοχόου ως Γενικού Επιθεωρητή Νομαρχιών Μακεδονίας . Ενέργεια, εξάλλου, που επικροτήθηκε από πολλούς αστούς πολιτικούς (π.χ. Γ. Παπανδρέου, Αλ. Σβώλος ο οποίος ως Μακεδόνας ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος στο θέμα αυτό). (ΠΑΠΑΠΟΛΥΒΙΟΥ, Π., 2001, σελ. 49).
Μεταξύ των Στρατιωτικών υπήρχε έντονος προβληματισμός και σκεπτικισμός για τη δημιουργία ένοπλων αντιστασιακών δυνάμεων, διότι εκτιμούσαν ότι ενώ θα προκαλούσαν μικρή ζημία στους Γερμανούς, τα αντίποινα στον άμαχο πληθυσμό θα μπορούσαν να είναι πολλαπλής βαρύτητας και σημασίας. Ο ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ (2011(1973), τ. 1 σελ. 146, αναφέρει πέντε λόγους για να δικαιολογήσει την επιφυλακτικότητα των στρατιωτικών έναντι της ένοπλης αντίστασης εναντίον των κατακτητών με κυριότερη δικαιολογία το ότι δεν υπήρχε κάποια εντολή, κάποια ενθάρρυνση είτε από την Εξόριστη Κυβέρνηση είτε από τους παλαιούς πολιτικούς. Το αντίθετο μάλιστα. Από το Συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής (ΣΣΜΑ), από την άλλη πλευρά, στην αρχή τουλάχιστον και μέχρι το καλοκαίρι του 1943 δεν επιδείχθηκε κανένα ενδιαφέρον προς την κατεύθυνση αυτή.
Ο άλλος δρόμος, το να φύγουν δηλαδή οι αξιωματικοί στην Μέση Ανατολή ήταν ανοικτός μεν αλλά περιορισμένων δυνατοτήτων. Και αυτό διότι ο αρχικός τουλάχιστον σχεδιασμός του Συμμαχικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής δεν προέβλεπε την ανάπτυξη περισσότερων από τις τρεις Ταξιαρχίες πέραν βέβαια των μοιρών της Αεροπορίας και των σκαφών του Πολεμικού μας Ναυτικού που στο σύνολό τους έφθασε στην Αλεξάνδρεια. Σε κάθε περίπτωση, η διαφυγή προς τη Μέση Ανατολή κατέστη μία πολύ υψηλού κινδύνου επιλογή καθώς με το Ν.Δ. 427/41 που εξέδωσε η κατοχική Ελληνική κυβέρνηση, οι χωρίς άδεια διαφεύγοντες στο εξωτερικό Στρατιωτικοί, Δημόσιοι υπάλληλοι και ιδιώτες θα στερούνταν των συντάξεών τους, θα δημεύονταν οι περιουσίες τους και τα μέλη των οικογενειών τους θα εκτοπίζονταν (ΚΑΤΣΙΚΩΣΤΑΣ, Δ., 2015, σελ. 58, Σημείωση 96).
(Συνεχίζεται)