Του Γιάννη Κορομήλη
Προκειμένου να απαντήσουμε στο ερώτημα του τίτλου και στα συνακόλουθά του (πώς; πότε;) καλόν είναι να θυμηθούμε τη σχετική «διδαχή» του ΄Οργουελ: «Όποιος ελέγχει το παρελθόν, ελέγχει το παρελθόν, ελέγχει και το μέλλον». Αυτή με απλά λόγια μας λέει: Αν θέλεις να αξιολογήσεις σωστά – όσο βέβαια είναι ανθρωπίνως δυνατό – τα μελλούμενα, αξιολόγεισε πρώτα σωστά , αντικειμενικά πρωτίστως, τα παρελθόντα. Η συγκεκριμένη ρήση του Όργουελ δεν απέχει πολύ από τη δική μας παροιμία: «Μη κοιτάς που έπεσες, κοίτα που σκόνταψες». Για την οποία μιλήσαμε στη στήλη, προχθές.
Καταλήξαμε μάλιστα στο συμπέρασμα ότι τη μεγάλη, την πρώτη, ευθύνη την έχουν τα πολιτικά μας κόμματα – το καθένα ασφαλώς με το ποσοστό που του αναλογεί. Μ’ αυτή την έννοια συμπεράναμε ότι το μεγαλύτερο, ασύγκριτα ποσοστό βαρύνει τα κόμματα του λαϊκισμού. Αυτά που επέβαλαν – με τη συμπαιγνία και τμήματος του λαού μας, των «έξυπνων¨, των καταφερτζήδων, αυτών που ζουν στις «παρυφές» (άλλοι θα τόλεγαν «αυλή») της εκάστοτε εξουσίας τη «λαϊκίστικη» δημοκρατία. Η οποία έχει μεγάλη, τη μεγαλύτερη ευθύνη για τη σημερινή μας άθλια κατάσταση, όχι όμως και όλη την ευθύνη.
Παίρνοντας υπόψη μας και την προαναφερθείσα ρήση του Όργουελ ας προχωρήσουμε παραπέρα. Ο λαϊκισμός στη χώρα μας ξεκίνησε νωρίς. Αργότερα, κυρίως τον 21ο αιώνα ξεφύτρωσαν στην Ευρώπη και νεότευκτα λαϊκιστικά κόμματα. Τα οποία μάλιστα όλο και αυξάνονται, όλο και γίνονται δυνατότερα. Παρουσιάστηκαν σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (π. «υπαρκτού σοσιαλισμού»). Στην Ουγγαρία, την Βουλγαρία, την Πολωνία. Παλιότερα δε στη Λατινική Αμερική, πρόσφατα στις ΗΠΑ και το Μεξικό (προχθές ανέλαβε τα καθήκοντα του λαϊκιστής πρωθυπουργός). Αλλά και σε άλλες χώρες, μεγάλες ή μικρές, της Ευρώπης τα λαϊκιστικά κόμματα έχουν τη «δική τους ιστορία». Στη Γαλλία, στην Αυστρία, στην Ολλανδία, στη Βρετανία κ.α.
Στη χώρα μας τη δεκαετία του 1970 έγινε η μεγάλη «μάχη» μεταξύ του λαϊκισμού και του φιλελευθερισμού. – Προσοχή όχι του νεοφιλελευθερισμού – αυτός είχε και έχει λίγους οπαδούς στον τόπο μας .
Οι Έλληνες είμαστε στη μεγάλη μας πλειοψηφία υπέρ της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ωστόσο στη «μάχη» εκείνη, νίκησε «κατά κράτος» ο λαϊκισμός. Ο οποίος βέβαια αργότερα (το 1985) άλλαξε ρότα. Στο μεταξύ όμως είχε το χρόνο να επιβάλλει την «λαϊκίστικη δημοκρατία». Το ¨μικρόβιο» πρόσβαλε ένα τμήμα του λαού και – νομοτελειακά θάλεγε κανείς – όλα σχεδόν τα κόμματα. Και τη Ν.Δ. Έτσι ο δικομματισμός (ΠΑΣΟΚ- ΝΔ) λειτούργησε σε καθεστώς «λαϊκίστικης δημοκρατίας».
Ύστερα ήρθε κρίση με τους δανειστές και την τρόικα, οπότε ήρθαν τα πάνω κάτω. Με τη φτώχια, την ανεργία, την εξαθλίωση. Τότε βρήκαν την ευκαιρία οι σύγχρονοι λαϊκιστές – δυναμωμένοι όπως τα μικρόβια , που όσο τα πολεμούμε με τα αντιβιοτικά τόσο γιγαντώνονται – μπολιασμένοι με νέες τακτικές και μεθόδους «καβάλησαν» το κύμα της λαϊκής εξέγερσης και αγανάκτησης, κι αυτό τους έφερε (το 2015) στην εξουσία. Ο λαϊκισμός πλέον σε όλο του το μεγαλείο. Σε σημείο μάλιστα που οι προηγηθέντες αυτών «λαϊκιστές» να μοιάζουν μάλλον ερασιτέχνες και πολύ μαλακοί. Πίστευαν ως φαίνεται στην εκδοχή που λέει δημοκρατία και λαϊκισμός συμβιβάζονται. Και άριστα μπορεί να συνυπάρχουν.
Εκτός από τους «δικούς» μας. Τσίπρα και Π. Καμμένο (και τις «παρέες» τους) υπάρχουν, την ίδια χρονική περίοδο, και άλλοι: Ορμπαν, Καζίνσκι, Φάρατζ κ.λ.π. που πήραν μαθήματα από τους προηγούμενούς τους, αλλά και αλληλοδιδάσκονται για το «κοινό συμφέρον». Έγιναν έτσι πολιτικά πιο επικίνδυνοι. Γι αυτό το φαινόμενο ο μεξικανός ιστορικός Χέσους Σίλβα – Ερσόγκ Μαρκές έγραψε: «Η δημοκρατία και ο φιλελευθερισμός συνδέονται σήμερα μ’ ένα γάμο συμφέροντος. Δεν υπάρχει έρωτας μεταξύ τους.
Εκείνες που προελαύνουν είναι οι «αντιφιλελεύθερες δημοκρατίες» (θεωρητικός των οποίων είναι ο Βίκτωρ Ορμπαν και χάνουν σιγά – σιγά οι «διαβητικές δημοκρατίες».
Συνεχίζεται…