Εις ώτα μη ακουόντων
Στέκει εκεί, στην ίδια θέση, στητός αλλά ξεχασμένος. Γενιές έχουν χύσει το αίμα τους εκεί, αμέτρητα καρούμπαλα άνθισαν, ατέλειωτες απειλές εκτοξεύτηκαν, λογομαχίες έγιναν σε επήκοο όλου του χωριού, μέχρι στο εφετείο έφτασε η υπόθεση. Κι όλα αυτά για τρία τετραγωνικά μέτρα οικοπέδου.
Το πείσμα ανυποχώρητο. Το γινάτι αμείωτο. Η ξεροκεφαλιά αταλάντευτη. Όχι δεν θα περνούσε του γείτονα. Δεν θα χαιρόταν ποτέ αυτά τα μέτρα. Το τέλος όμως προδιαγεγραμμένο. Η γειτονιά ερήμωσε τα παιδιά έφυγαν να βρουν την τύχη τους κάπου αλλού κι έμειναν οι δύο γέροι με το γινάτι τους. Ο τελευταίος θα έβαζε το φράχτη όπου ήθελε! Η νίκη θα ήταν ολοκληρωτική αλλά χωρίς αντίκρισμα. Δεν θα την έγραφε κανένα βιβλίο. Δεν θα μεταδιδόταν στόμα με στόμα. Θα την αγνοούσαν παντελώς.
Ο ένας έφυγε από εγκεφαλικό. Ο νικητής από ανακοπή από την πολλή χαρά! Κι έμεινε ο φράκτης να θυμίζει πόσο ανώριμος είναι ακόμα ο άνθρωπος. Πόσο πλεονέκτης και άρπαγας.
Δεν βρέθηκε ακόμα τρόπος να παίρνει κανείς μαζί του όσα απέκτησε εδώ κάτω. Γι’ αυτό ψάχνουμε μετά μανίας την αθανασία. Αφού δεν τα παίρνουμε μαζί μας να μας έχουν αυτά μαζί τους. Πώς να τα στερηθούμε και πώς να τα αφήσουμε σε ξένα χέρια που είναι μαχαίρια;
Όσα περισσότερα δημιουργήσει κάποιος τόσο περισσότερο θα τσακώνονται οι κληρονόμοι. Ο ίδιος θα φύγει όπως ήρθε. Χωρίς τίποτε. Με κλάμα ήρθε με παράπονο θα φύγει. Σε μερικές γενιές θα έχει ξεχαστεί τελείως. Κι αν ακόμα αφήσει μεγάλα έργα αυτό που θα μείνει θα είναι ένα όνομα. Αυτό πιθανόν να έχει αξία για μερικούς από αυτούς που θα έλθουν. Για τον ίδιο καμία.
Βέβαια όλα αυτά είναι κοινά και τετριμμένα. Όλοι τα γνωρίζουν αλλά τα απωθούν στο βάθος για να χαρούν μια εφήμερη έντονη στιγμή πάθους. Γιατί αυτό μας οδηγεί. Ξεκομμένοι από το θείο δώρο της λογικής τραβούμε το δρόμο που τράβηξαν άλλοι, με τα ίδια λάθη τα ίδια πάθη.
Από τα βάθη των αιώνων ο Ηράκλειτος κραυγάζει εις ώτα μη ακουόντων: «Ο λόγος είναι άναρχος και αποτελεί την αιώνια αλήθεια. Ο νους των ανθρώπων έχει συγγένεια με τον λόγο του κόσμου. Ο νους έχει την δύναμη από μόνος του να καταλάβει τον κόσμο». Αλλά οι άνθρωποι δεν τον χρησιμοποιούν και περνούν τη ζωή τους σαν σε όνειρο για να φύγουν μετά σ’ ένα ύπνο δίχως όνειρα.
Λογικός είναι ο άνθρωπος που δεν περιμένει να μάθει από τα λάθη του. Αναλύει τα γεγονότα και πράττει. Κυρίως διδάσκεται από τα παθήματα των άλλων. Στο ίδιο χωριό για ένα άλλο φράκτη ξεκληρίστηκαν δύο οικογένειες. Όμως οι γέροι όσο φεύγει η ζωή από μέσα τους τόσο σκληραίνουν και μαζί με αυτούς και το μυαλό τους. Έχουν χτίσει ένα εγώ και πρέπει να τα υπερασπιστούν. Χωρίς αυτό νομίζουν δεν έχουν καμιά αξία. Όμως το εγώ πεθαίνει μόλις σταματήσει η καρδιά. Γιατί είναι φτιαγμένο από γήινα υλικά άρα φθαρτό.
Όμως «στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα». Χιλιάδες άνθρωποι κάνουν τα ίδια πράγματα, τα ίδια λάθη γιατί αυτά τους δίνουν συγκινήσεις κι αυτοπεποίθηση. Η ανθρωπότητα προχωρά στην ηθική μπουσουλώντας ενώ στην τεχνολογία με πύραυλο. Μας αρέσουν αυτοί που είναι αισιόδοξοι…
Κώστας Δαλακιουρίδης