Γράφει ο Βασίλης Μόσχης
– Βαδίζουμε με γοργό ρυθμό!
– Ναι; Δεν το πιστεύω! Είναι δυνατόν αφού είπαν ότι…
– Ό,τι και να λένε ό,τι και να είπαν αυτό που σου λέω…
– Καλά ρε δεν είπαν ότι δεν πρόκειται να γίνει;
– Και που ήξεραν τι θα γίνει; Μη μου πεις ότι είναι Πυθίες και τα ήξεραν από πριν…
– Δε σε καταλαβαίνω.
– Κι εγώ δεν σε καταλαβαίνω
– Άρα δεν καταλαβαινόμαστε. Συνεννόηση μηδέν.
– Κάπου αλλού πάει το μυαλό σου.
– Εκεί που πρέπει να πάει. Οκτώβρη δεν έχουμε;
– Ναι! Και;
– Τι και ρε; Τον Οκτώβρη δεν έχουμε την επέτειο…
– Για την παρέλαση λες;
– Ναι.
– Καλά πάει αυτή, δεν πρόκειται να γίνει.
– Τότε τι μου τσαμπουνάς ότι …
– Ρε, για την αύξηση μιλάω.
– Τι; Παίρνουμε αύξηση; Θα μας δώσουν και δώρο Χριστουγέννων;
– Λίγο άγριο σε βρίσκω. Όνειρα θερινής νυκτός όλα αυτά!
– Δηλαδή;
– Τίποτα από όλα αυτά. Αυτά σε απασχολούν;
– Εμ, μπας και βγάλουμε το κάτι τις μας!
– Χαλάρωσε! Για τον ιό λέω που τρέχει τρέχει και αφήνει την σκόνη του πίσω!
– Α!
– Πορτοκαλί ανεβαίνουμε, λίγο πριν το κόκκινο, δεύτερη φάση της επιδρομής. Και όχι μόνο εδώ. Σχεδόν παντού ανά την γηραιά ήπειρο!
– Τι έμαθες;
– Τι να μάθω; Εσύ δεν μαθαίνεις; Ή δεν ασχολείσαι;
– Λέγε ρε!
– Τι να σου πω; Όσο μπαίνει ο χειμώνας πολλαπλασιάζει τις επισκέψεις του ο ιός και δεν μας αφήνει σε ησυχία!
– Κι άμα τον αγνοήσουμε δεν θα ντραπεί, δεν θα κάνει βήματα οπισθοχώρησης; Ό,τι και να πεις ένα τακτ θα το ‘χει, θα πληγωθεί ο εγωισμός του!
– Καλά, άμα συμβεί κάτι τέτοιο με για που την φάγαμε!
– Ποια φάγαμε;
– Την χυλόπιτα!
– Και που τις βρίσκει;
– Ποιες ρε;
– Τι χυλόπιτες. Είναι καλές;
– Μη μου πεις ότι θα του ζητήσεις και τη συνταγή;