Γράφει ο Βασίλης Μόσχης
– Με όλη αυτή την ιστορία… μου ήρθαν στο μυαλό μου… πόσες ιστορίες αυτοκτόνησαν ηθελημένα, λες και οι αυτοκτονίες είναι αθέλητες, πόσες στιγμές οικογενειακής χαράς εξατμίστηκαν, πόσα όνειρα βρέθηκαν μπροστά σε έναν απύθμενο χορό του Ζαλόγγου!
– Ρε, φίλε τι είναι αυτά που λες;
– Ξέρω και πολύ καλά μάλιστα!
– Δε σε καταλαβαίνω!
– Ξέρεις πόσοι Ριχάρδοι πέρασαν και θα περάσουν από τη ζωή μας;
– Ριχάρδοι; Από τη ζωή μας;
– Μη μου κάνεις τον άσχετο και τον αθώο! Φταις κι εσύ!
– Εγώ;
– Ναι κι εσύ!
– Το θες να πεις; Νομίζω έχεις ξεφύγει…
– Καθόλου δεν έχω ξεφύγει!
– Πόσοι, μα πόσοι, έχουν διαβεί το κατώφλι του Ριχάρδου και του κάθε Ριχάρδου; Πόσοι ακούμπησαν τα όνειρά τους πάνω στο πάγκο τους; Πόσοι θέλησαν να καλύψουν μια ανέχεια που δεν έλεγε να φύγει; Γιατί ο θάνατος των ονείρων τους υποσχόταν μερικές στιγμές ανακούφισης! Άπλωσαν την πραμάτεια των ονείρων τους, από το παρελθόν και το παρόν μα και το μέλλον! Πόσοι με ένα κρυφό δάκρυ έπιασαν με τη γωνιά του ματιού τους την κίνηση που έριξε την τελευταία ματιά, την απέλπιδα προσπάθεια να τα κρατήσει ο ίδιος, να κατακρημνίζονται σε κάποια συρτάρια που έκλεισαν με πάταγο! Ναι, με πάταγο! Έτσι ακουγόταν! Μπορεί να μην ακουγόταν τίποτα, το συρτάρι να γλιστρούσε αθόρυβα, αλλά εσύ άκουγες τον πάταγο από μια βαριά πόρτα που έκλεινε δρόμους, ανέβαζε αναχώματα για μια πορεία χωρίς επιστροφή!
– Καταλαβαίνω τι θες να πεις!
– Και με αυτά και με αυτά, η ζωή σου σκορπίζεται τάχα αδιάφορα, μια ζωή που έχασε το παρελθόν της, τι να σου κάνει μια ζωή χωρίς παρελθόν; Δεν έχει παρόν, δεν θα έχει ούτε μέλλον!
– Σε έπιασαν οι μαύρες σου μου φαίνεται!
– Όχι, ρε! Δεν με έπιασαν οι μαύρες μου!
– Τότε;
– Σκέφτομαι ότι υπάρχουν και θα υπάρχουν κι άλλοι Ριχάρδοι που υπόσχονται και θα υπόσχονται να σε σώσουν από το βέβαιο πνιγμό σου!
– Μα τότε… αφού είναι βέβαιος… πως…
– Είναι οι ελπίδες που δεν έρχονται και δεν φεύγουν… Ο κάθε Ριχάρδος είναι εδώ, φυλάγοντας με πάθος τις δικές του Θερμοπύλες!
– Κι ο Λεωνίδας;