Γράφει ο Βασίλης Μόσχης
Σαν αρχίζει να καταλαγιάζει η σκόνη του χρόνου, να ξεθωριάζει τα αποτυπώματα πάνω στο γραφείο που τόσα χρόνια κουβαλούσε αγόγγυστα το βάρος της σκέψης και των ιδεών, η σκέψη μας και το βλέμμα αρχίζει να ξεδιαλύνει το σύννεφο της οδυνηρής έκπληξης!
Κάθε φορά πήγαινα για δέκα λεπτά και ο χρόνος έτρεχε, γινόταν μια ώρα, δυο ώρες σε ατέρμονες συζητήσεις, διαλεκτικές απόψεις, ιστορίες από το παρελθόν, γνώση από το παρελθόν, σε μια ατελεύτητη γραμμή που οδηγούσε από το βαθύ παρελθόν στο μέλλον που σκόρπιζε αμυδρά χαμόγελα υποσχέσεων!
Ήταν εκεί, ήρεμος, γαλήνιος, γεμάτος σοφία με μια έμπειρη ματιά για το κάθε τι που αποζητούσες τη γνώμη του! Πάντα απολάμβανες το λόγο του, τη γραφή του, ζήλευες την ηρεμία του και την ψυχραιμία του. Και εσύ προσπαθούσες όσο γινόταν να αρπάξεις από εκείνον, να τα κάνεις κτήμα σου, να πλησιάσεις την αύρα του.
Αλλά ο ξαφνικός θάνατος, αδυσώπητος, ανηλεής, πρόστυχος, χυδαίος, ανήθικος ψιθυρίζει, ανασαίνει και διαλύει την ύλη, έτσι ξαφνικά όπως ξαφνικά γίνονται όλα.
Η αποσβολωμένη ματιά δεν μπορεί να κατανοήσει, να τα βάλει δίπλα δίπλα, να αντιληφθεί ότι ο χρόνος τρέχει, δεν σταματά, απολαμβάνει τη γιορτή της σφοδρότητάς του.
Όλα ξαφνικά, σιγοτραγουδούν τις αναμνήσεις που στέκουν αγέρωχες, εκδικητικές αναφωνώντας ότι έμεινε εδώ η γνώση του και η σοφία του να καθοδηγούν και πάλι.
Το στίγμα του ανεξίτηλο στη δημοσιογραφία.
Ο Γιάννης δεν είναι πια εδώ.
Και όμως είναι.