Γράφει ο Βασίλης Μόσχης
– Πανικός με τα κάπιταλ κοντρόλς!
– Λίγο το ‘χεις; Θυμάσαι τότενες; Μια εξευτελιστική ουρά μπροστά από το μηχάνημα για 60 ευρουλάκια! Το φαντάζεσαι; Τι να κάνεις με τα εξήντα ευρουλάκια; Παντού προβλήματα, το χρήμα να μην κυκλοφορεί, και εσύ να μην κυκλοφορείς, τίποτα να μην κυκλοφορεί, ερημιά στην άδεια πόλη, μια ανατριχιαστική σκηνή θυμάμαι από τους έρημους δρόμους της πόλης. Ήταν πρώτη φορά που πραγματικά φοβήθηκα όταν βρέθηκα να περπατώ μόνος στους δρόμους μιας επαρχιακής πόλης. Ένας φόβος ή ένα τρόμος ότι από κάπου, από κάποια γωνιά από κάποιο στενό θα πεταχτεί κάποιος, ή κάποιοι και θα με απειλήσουν να τους δώσω ό,τι έχω και δεν έχω πάνω μου! Ήταν ένας εφιάλτης που ευτυχώς τον ξεπέρασα γρήγορα! Είχε αλλάξει η ζωή μου όλη, δεν με ένοιαζε καν που έλεγαν οι άλλοι ότι γίναμε περίγελως στο εξωτερικό. Δεν βοηθούσε σε τίποτα αυτό! Ούτε έχανα ούτε κέρδιζα! Απλώς έχανα μέσα στη χώρα μου, την αυτάρκεια μου, τη ζωή μου, το χαμόγελό μου, τα όνειρα μου, τα όνειρα των παιδιών μου γιατί κάθε μέρα ήταν και μια άλλη μέρα που θα μπορούσε να ήταν διαφορετική, όχι πάντως προς το καλύτερο!
Μια αγωνία ότι μπορεί να έχεις να φας, θα μπορούσες να βάλεις ένα πιάτο στο τραπέζι σου, αλλά μέχρι εκεί! Τίποτα περισσότερο! Η επαρχία πονούσε λιγότερο, οι μεγάλες πόλεις άρχισαν να ματώνουν! Και αναρωτιόμουν! Ήταν πόλεμος αυτός; Ναι, απαντούσε η άλλη σκέψη μου! Είναι πόλεμος και είσαι αιχμάλωτος πολέμου, δεν μπορείς να ζήσεις ελεύθερος, δεν μπορείς να σκεφτείς ελεύθερα και να κάνεις πράξη αυτά που σκεφτόσουν. Να αρχίσεις να ξετυλίγεις τα όνειρά σου, να βλέπεις μια χαραμάδα πράξης ότι κάτι κινείται! Αντίθετα, μια ελπίδα νεκρή, ένα καραβάνι που ξεκίνησε το δρόμο της προσφυγιάς για μια καλύτερη ζωή, για μια ανατολή που θα ανέβει ψηλά! Στιγμές, σκέψεις βγαλμένες από το παρελθόν, η ζωή επαναλαμβάνεται με τα ίδια γεγονότα, τα ίδια και πάλι τα ίδια! Η ζωή επαναλαμβάνει τον εαυτό της με ένα τρόπο που θέλει να δείξει ότι είμαστε ε ανεπίδεκτοι μαθήσεως και για να εμπεδώσουμε κάτι πρέπει να το ζήσουμε και να το ξαναζήσουμε και ακόμη μια φορά, και ακόμη κι άλλες πολλές φορές! Όχι δεν θα πω ότι η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει! Βαυκαλιζόμαστε με τα μνημόσυνά της χώνοντας βαθιά τα χέρια μας μέσα στα κόλλυβά της! Για να χορτάσουμε την ανοησία της!
– Της ανοησίας της; Τι εννοείς;
– Ναι, της ανοησίας της! Γιατί επιμένει να παραμένει εδώ, με μας τους Ελληναράδες!