Του Αδάμου Ευαγγέλου
Στα χρόνια της ωριμότητάς μας νιώθουμε πολλές φορές την ανάγκη, να μιλήσουμε , να παρουσιάσουμε πρόσωπα που έπαιξαν και παίζουν σημαντικό ρόλο σε ένα έθνος, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή των απλών ανθρώπων, σε μια μικρή ή μεγάλη κοινωνία. Γι αυτό η σημερινή μου αναφορά δεν καλύπτει θέμα οικονομικό ή κοινωνικής κριτικής με την ευρεία έννοια. Είναι μια αναφορά που έχει σχέση με μια κατηγορία ανθρώπων, που είναι δίπλα μας, με διακριτή και ουσιώδη παρουσία, παρουσία που έχει άμεση σχέση με τον άνθρωπο, αλλά εμάς πολλές φορές μας διαφεύγει, είτε γιατί τη θεωρούμε δεδομένη, είτε γιατί αρκετές φορές λειτουργούμε με έναν υπέρμετρο εγωισμό, ο οποίος κρίνει με αυστηρότητα τη ζωή και την πορεία αυτών των ανθρώπων, με αποτέλεσμα να μην θέλουμε ή να μην μπορούμε να δούμε την προσφορά τους.
Και η προσφορά της κατηγορίας των ανθρώπων που αναφέρω σήμερα ήταν και είναι σημαντική. Σήμερα ας μιλώ για τους Παπάδες, τους σεμνούς και απλούς υπηρέτες του θρησκευτικού λόγου, με τον οποίο προσπαθούν να συνδράμουν και να βοηθήσουν τον συνάνθρωπο. Για όλους αυτούς οι οποίοι πρόσφεραν και προσφέρουν ανεκτίμητες υπηρεσίες, στον άνθρωπο, στην πατρίδα. Όλοι αυτοί στην πλειονότητά τους ήταν και είναι άνθρωποι απλοί, σεμνοί που κατά ένα περίεργο τρόπο είχαν και έχουν ταυτιστεί με την ίδια την κοινωνία.
Αυτή την κοινωνία στα χρόνια της τουρκοκρατίας αυτοί την καθοδήγησαν πνευματικά, την συσπείρωναν, της έδιναν ελπίδα και κατεύθυνση για να πορεύεται στα δύσκολα εκείνα χρόνια.
Ναι οι απλοί παπάδες, μαζί με άλλους αγωνιστές ήταν αυτοί που κράτησαν στα χέρια τους την ψυχή ολόκληρου του έθνους. Αυτοί ήταν οι λειτουργοί της Εκκλησίας , αυτοί οι δάσκαλοι, αυτοί ήταν το παν στην ελληνοχριστιανική κοινωνία. Όταν αρρώσταινε ένα παιδί, μια γυναίκα, ένας άνδρας πρώτοι οι παπάδες να διαβάσουν την παράκληση. Αυτοί συμβούλευαν, αυτοί βάφτιζαν, στεφάνωναν, εξομολογούσαν τον λαό, αυτοί τον δίδασκαν ηθική, αυτοί είχαν δημιουργήσει μια κατάσταση πραγμάτων, ώστε έκαναν τον κόσμο θρησκευτικότερο, εθνικότερο και ηθικότερο, στα μαύρα εκείνα χρόνια της σκλαβιάς.
Και η προσφορά των παπάδων συνεχίζεται να είναι και σήμερα πολυδιάστατη:
Πρωτοστατούν στην παροχή συσσιτίων και άλλων βοηθημάτων, με την στήριξη της επισκοπής. Μεταφέρουν το ανθρώπινο στοιχείο που πηγάζει από το Ευαγγέλιο, δίνοντας νέα πνοή και βοήθεια στους πιστούς να ανεβούνε πνευματικά, να κάνουν μια νέα αρχή στον πνευματικό τους αγώνα, προς κάθαρσιν και εξαγνισμόν ψυχών και σωμάτων. Βοηθάνε στο νόημα της ζωής και στον προσανατολισμό ύπαρξης. Προσπαθούν μέσα από τα κηρύγματα τους να δώσουν δύναμη στην ανθρώπινη ψυχή, ώστε να επαναπροσδιορίσει ο άνθρωπος τις προτεραιότητες του βίου του, με βάση τη διδαχή του Ευαγγελίου. Προσπαθούν με το λόγο τους να δώσουν δύναμη στην ανθρώπινη ψυχή, να αγωνιστεί ενάντια στη φθορά και το θάνατο. Βοηθάνε, οι παπάδες στην εσωτερική υπέρβαση και εσωτερική γαλήνη δείχνοντας τον δρόμο, να γνωρίσει ο άνθρωπος τα εσωτερικά όρια του εαυτού του.
Βέβαια μπορεί να διατυπωθεί η αντίρρηση, ότι δεν ισχύουν τα παραπάνω για όλους. Δεν θα διαφωνήσω. Σ’ όλους τους κοινωνικούς χώρους και τις κοινωνικές ομάδες, οι άνθρωποι επιτελούν το ρόλο τους σε διαφορετικό βαθμό: άλλος καλύτερα, άλλος λιγότερο καλά. Το ίδιο συμβαίνει και στη συγκεκριμένη περίπτωση. Όμως υπάρχουν παπάδες – και ο αριθμός αυτός είναι μεγάλος – που πραγματικά υπηρετούν με ταπεινοσύνη τον λόγο του χριστιανικού ανθρωπισμού και αποτελούν σημεία αναφοράς ανώτερης στάσης και ηθικής, που τόσο έχει ανάγκη η εποχή μας.
Σ’ αυτούς αφιερώνεται το παρόν κείμενο και ειδικά στις δύο ξεχωριστές μορφές της ενορίας μου της Αγίας Παρασκευής, στους Πατέρες Παπαγιώργη Γκόλια και στον Παπαστέργιο Παπαγιάννη.