Του Αδάμου Ευαγγέλου
Από την μεταπολίτευση και μετά, διαμορφώθηκε ένα μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο έφερε τα χαρακτηριστικά μιας σκληρής κρατικίστικης προσέγγισης. Αυτό το μοντέλο βρίσκονταν εκείνη την περίοδο σο απόγειο του και ουδείς τολμούσε να το αμφισβητήσει. Ποιος δεν θυμάται τον κρατισμό των καραμανλικών κυβερνήσεων (1974- 1980).
Στη συνέχεια, άρχισε να αναπτύσσεται μία κοινωνία μέσω της κατανάλωσης, με αιχμή του δόρατος έναν διαρκώς διογκούμενο δυσλειτουργικό και ρουσφετολογικό δημόσιο τομέα.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, ο δημόσιος τομέας διευρύνεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Το δημόσιο απορροφά τις προβληματικές επιχειρήσεις, ελέγχει τις μεγάλες τράπεζες, όπου εξυπηρετούνται οι «πελάτες» του πολιτικού συστήματος, αυξάνει τους απασχολούμενους και ενισχύσει τον συντεχνιακό συνδικαλισμό σε σημείο μάλιστα που να έχει αντιστραφεί η παλιά πελατειακή σχέση και ο ισχυρός τώρα να είναι ο συνδικαλιστής και όχι ο υπουργός. Όλα αυτά δεν είχαν καμία σχέση με την ανάπτυξη της οικονομίας, όπως δεν είχαν καμία σχέση με την στοιχειωδώς ελεύθερη οικονομία.
Αποτέλεσμα των παραπάνω επιλογών ήταν η ελληνική οικονομία να μην είναι επαρκώς εξωστρεφής και ανταγωνιστική, καθώς μεγάλο τμήμα της οικονομικής δραστηριότητας εξαρτιόταν άμεσα ή έμμεσα, από τον κρατικό έλεγχο και έναν αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα. Αυτό είχε ως συνέπεια η οικονομία μας να παραμένει από τις πλέον κλειστές στην Ευρώπη και μάλιστα με τάση επιδείνωσης, όπως καταγράφεται από το άθροισμα εξαγωγών και εισαγωγών, σε σύγκριση με το εθνικό προϊόν.
Και το ερώτημα που μπαίνει εδώ, είναι αν σήμερα διαμορφώνονται οι συνθήκες για βιώσιμη ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα. Εμείς λέμε όχι.
Όχι γιατί οι σημερινοί κυβερνώντες, διακρίνονται από έλλειψη μεταρρυθμιστικής κουλτούρας, δεν έχουν καλή αίσθηση του χρόνου, ούτε αντιλαμβάνονται πόσο επείγουσα μπορεί να είναι η έναρξη της αναπτυξιακής διαδικασίας. Αντίθετα μάλιστα, βραδυπορούν επικίνδυνα θέτοντας εμπόδια γραφειοκρατικά, σε κάθε επενδυτική προσπάθεια η οποία θα μπορούσε να κινητοποιήσει πόρους και δυνάμεις. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούν να επενδύσουν στο κλίμα της άρνησης, αντιμετωπίζοντας επιφανειακά, επιδερμικά, αλλά και λαϊκίστικα το όλο θέμα. Στην πράξη ονειρεύονται τον ιδεατό κόσμο του παρελθόντος, όπου ο καθένας θα μπορεί να ζει τον μύθο του ελεύθερα, χωρίς να δικαιολογείται ή να νιώθει ότι απειλείται. Αυτό που τους απασχολεί είναι να αναλώνονται κατασκευάζοντας έναν φαντασιακό εχθρό και χτυπώντας αλύπητα το φάντασμά του, νομίζουν ότι καταφέρνουν να κρύψουν τη δική τους ένδεια ιδεών.
Αυτή είναι η πραγματικότητα. Όλα τα προβλήματα αντιμετωπίζονται με ιδεοληψίες, διαρκή προπαγάνδα και θεωρίες που αναπτύχθηκαν στους διαδρόμους των Ανωτάτων Ιδρυμάτων από αιώνιους φοιτητές και άλλους καφενόβιους, με αποτέλεσμα να οδηγείται η κοινωνία σε σκοτεινό μέλλον. Οδηγείται η κοινωνία σε σκοτεινό μέλλον, όταν δεν γίνεται κάποια μέριμνα για τη δημιουργία σύγχρονων ισχυρών παραγωγικών δομών, που θα στήριζαν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Όταν οι κυβερνώντες μιλούν γενικά και αόριστα για ανάπτυξη και επενδύσεις, αλλά συγχρόνως δημιουργούν πολιτική αστάθεια, γεγονός που απομακρύνει κάθε σώφρονα επενδυτή.
Έτσι, συνεχίζουμε να παραδέρνουμε στα κύματα ανάμεσα στη Σκύλα της πολιτικής βίας και τη Χάρυβδη της στυγνής προπαγάνδας χωρίς να ξέρουμε που θέλουμε να πάμε και που θέλουμε να φτάσουμε.