Του Αντώνη Ι. Ζαρκανέλα
π. Γενικού Διευθυντή Ανάπτυξης της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης
Συνέχεια του Προηγουμένου: Με βάση τα αποτελέσματα των εκλογών της 31ης Μαρτίου 1946 πρώτος σε ψήφους και με απόλυτη πλειοψηφία ήλθε ο συνασπισμός «Ηνωμένη Παράταξις Εθνικοφρόνων» στον οποίο συνυπήρχαν το Λαϊκό Κόμμα και δύο κόμματα που προέρχονταν από το βενιζελικό στρατόπεδο. Ο συνασπισμός των κομμάτων του κέντρου με τους Σοφ. Βενιζέλο, Γ. Παπανδρέου και Παν. Κανελλόπουλο ήλθε δεύτερος και ακολούθησε το κόμμα των Φιλελευθέρων του Θεμ. Σοφούλη. Το ΚΚΕ, αν και δεν συμμετείχε στις εκλογές, προσπάθησε να οικειοποιηθεί την αποχή με την οποία και «έπαιξε» μερικές ημέρες, μέχρι να ξεχαστεί.. Οι αριθμοί, εξ άλλου, ήταν αμείλικτοι.
Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Τσαλδάρη
Την επομένη των εκλογών παραιτήθηκε ο απερχόμενος Πρωθυπουργός Θεμιστοκλής Σοφούλης και στις 2 Απριλίου 1946 ο Αντιβασιλέας Δαμασκηνός ανέθεσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο Λαϊκό κόμμα που έλαβε τους περισσότερους σταυρούς στον συνασπισμό των κομμάτων που επρώτευσε. Το βράδυ της 4ης Απριλίου 1946 ορκίστηκε η πρώτη μετά τον πόλεμο εκλεγμένη ελληνική κυβέρνηση. Πρωθυπουργός ανέλαβε ο Παναγιώτης Πουλίτσας, Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας μέχρι τις 18 Απριλίου, οπότε το Λαϊκό Κόμμα εξέλεξε αρχηγό του τον Κωνσταντίνο Τσαλδάρη στις 14 του ιδίου μηνός. Μέχρι τότε το Λαϊκό κόμμα δεν είχε αρχηγό καθώς διοικούνταν από τετραμελή Διοικούσα Επιτροπή.
Στην κυβέρνηση Πουλίτσα ο Τσαλδάρης κράτησε το υπουργείο Εξωτερικών ενώ στην Κυβέρνηση συμμετείχαν και οι Σ. Βενιζέλος, Γ. Παπανδρέου και Π. Κανελλόπουλος ως υπουργοί άνευ χαρτοφυλακίου εν αναμονή ανάθεσης σ’ αυτούς σημαντικών υπουργείων. Όμως ο συνασπισμός των κομμάτων των τριών αυτών πολιτικών, η «Εθνική Πολιτική Ένωση», διαλύθηκε και διασπάστηκε, λόγω διαφορών τους, με αποτέλεσμα να γίνει Αξιωματική Αντιπολίτευση το Κόμμα του Σοφούλη. Στο μεταξύ -και επειδή καθυστερούσε η παραχώρηση των σημαντικών υπουργείων- παραιτήθηκαν και από την Κυβέρνηση. Το γεγονός αυτό μαζί με την εκλογή του Τσαλδάρη στην ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης Πουλίτσα.
Στις 18 Απριλίου 1946 σχηματίστηκε η νέα υπό τον Κ. Τσαλδάρη κυβέρνηση στην οποία διατήρησε και το Υπουργείο Εξωτερικών. Η κυβέρνηση αυτή είναι καθαρά συντηρητική με συμμετοχή κάποιων υπουργών βενιζελογενούς προέλευσης, όπως ο Αλεξανδρής ο Φ. Δραγούμης και ο Στρατηγός Στ. Γονατάς, συναρχηγός της επανάστασης του 1922 που έδιωξε τον Βασιλιά Κωνσταντίνο.
Στις 18 Μαΐου ανακοινώθηκαν στη Βουλή οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης. Ο Σοφούλης από Αρχηγός του τρίτου κόμματος, μετά τη διάσπαση της «Εθνικής Πολιτικής Ένωσης», έγινε αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και ως τέτοιος επιτέθηκε τόσον στη Δεξιά όσον και στο ΚΚΕ αποδίδοντας, πάντως, τη νίκη του Λαϊκού κόμματος «στην απογοήτευση που είχε προκαλέσει η προηγούμενη «εγκληματική δράση των κομμουνιστών» (ΧΟΥΡΧΟΥΛΗΣ, 2014, σελ. 289).
Τα προβλήματα για τη νέα κυβέρνηση ήταν πολλά. Στην οικονομία και την ανασυγκρότηση της χώρας, στην τάξη και την ασφάλεια, στην οργάνωση των ενόπλων δυνάμεων, το πολιτειακό.
Προκήρυξη του Δημοψηφίσματος για το Πολιτειακό
Η κυβέρνηση έδινε πρωταρχική σημασία στην άμεση επίλυση του θέματος της διενέργειας του δημοψηφίσματος για την επιστροφή ή όχι του βασιλιά Γεωργίου του Β΄ και παρά τις αντιρρήσεις τόσον των Βρετανών που επέμεναν να πραγματοποιηθεί το δημοψήφισμα τον Μάρτιο του 1948, όσον και των άλλων κομμάτων του Κέντρου, κυρίως. Το πρώτο βήμα έγινε με την παραίτηση του Αντιβασιλέα Δαμασκηνού η οποία έγινε δεκτή από τον βασιλιά Γεώργιο αλλά με την παράκληση να παραμείνει στη θέση του μέχρι τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος. Κατά τη συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων στη Βουλή, οι αρχηγοί των κομμάτων του συνασπισμού «Εθνική Πολιτική Ένωση», που στο μεταξύ είχε διαλυθεί, διαφώνησαν με την άμεση διεξαγωγή του δημοψηφίσματος ενώ ο Σοφούλης αν και διατύπωσε ισχυρές αντιρρήσεις για τη συγκυρία (π.χ. ένοπλη βία, πόλωση, οικονομική κατάρρευση κλπ.) διαβεβαίωνε, όπως αναφέρει ο Χουρχούλης, ότι «..παρά τις πολιτικές και συνταγματικές διαφορές με τους βασιλόφρονες, υπήρχε το κοινό σημείο επαφής των δύο παρατάξεων, αυτό που τις ένωνε σε μια εθνική ενότητα: «Υπάρχει η Ελλάδα». Άλλωστε, μετά τα Δεκεμβριανά και τη Βάρκιζα, τα βενιζελογενή κόμματα «..θεωρούν πλέον την αντικομμουνιστική συνείδηση ισχυρότερη της αντιβασιλικής κι έτσι συντάσσονται με τη βασιλική παράταξη» (ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ, 2006, σελ. 41). Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση πίστευε ότι οποιαδήποτε καθυστέρηση θα μπορούσε να αποβεί εις βάρος της ομαλότητας καθώς η χώρα με το κλίμα που υπήρχε δεν άντεχε σε μια μακράς διάρκειας προεκλογική περίοδο. Οι υπουργοί των Εξωτερικών Βρετανίας και ΗΠΑ, Μπέβιν και Μπερνς, συμφώνησαν υπό την προϋπόθεση της εσπευσμένης αναθεώρησης των εκλογικών καταλόγων, δηλαδή για τη διαγραφή των θανόντων της τελευταίας δεκαετίας (1936-1946). Από την ελληνική πλευρά ζητήθηκε να εποπτεύσει των εκλογών του δημοψηφίσματος η AMFOGE, έστω και ανεπισήμως. Η AMFOGE 2, όπως ονομάστηκε, έλεγξε τους εκλογικούς καταλόγους και με ανακοίνωσή της στις 19 Αυγούστου 1946, γνωστοποίησε ότι ήταν σωστοί και ότι το δημοψήφισμα μπορούσε να διενεργηθεί κανονικά την 1η Σεπτεμβρίου 1946. (ΖΑΟΥΣΗΣ, 1992, σελ. 155).
Ένας άλλος λόγος για τον οποίον το Λαϊκό Κόμμα επείγονταν για την πραγματοποίηση του δημοψηφίσματος ήταν «..γιατί σκόπευε να χρησιμοποιήσει το πολιτικό και κοινωνικό κεφάλαιο της βασιλείας προκειμένου να αντιμετωπίσει με πιο ευνοϊκούς όρους δύο κρίσιμες και επείγουσες προκλήσεις για τη χώρα: Αφενός τη συγκρότηση του κράτους και την προσέλκυση κεφαλαίων από τους συμμάχους και αφετέρου, την προβολή και υπεράσπιση των εθνικών διεκδικήσεων της χώρας..» (ΦΙΛΑΝΔΡΟΣ, 2006, σελ. 206).
Το ψήφισμα για την προκήρυξη του δημοψηφίσματος είχε ήδη κατατεθεί στη Βουλή από τον Κ. Τσαλδάρη στις 14 Ιουνίου 1946. Ζητήθηκε από την αντιπολίτευση ολιγοήμερη παράταση για να μελετηθεί το όλο θέμα και τελικά στις 26 Ιουνίου η Βουλή ενέκρινε το σχέδιο για το δημοψήφισμα το οποίο προέβλεπε τη διεξαγωγή του την 1η Σεπτεμβρίου 1946. Όλα τα κόμματα της Δεξιάς και τα δύο βενιζελογενή που συμμετείχαν στον συνασπισμό με το Λαϊκό κόμμα ήταν υπέρ της επανόδου του Βασιλιά ενώ τα κόμματα του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς, αν και τάσσονταν υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, άλλα πιο χλιαρά και άλλα πιο δυναμικά, δήλωναν ότι θα αναγνώριζαν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν σαφώς υπέρ της επιστροφής του Βασιλιά. Για την επιστροφή του Βασιλιά ψήφισε το 68.6% όσων ψήφισαν, το 11.3% εναντίον και το 20% ψήφισε λευκό. Να σημειωθεί ότι στο τελευταίο ποσοστό ανήκαν, κατά βάση, εκείνοι που ήταν μεν εναντίον της βασιλείας αλλά δεν ήταν κομμουνιστές. Οι πολίτες αυτοί ψήφισαν λευκό μετά από «γραμμή» που έδωσαν οι δημοκρατικοί ηγέτες, με σκοπό να διαφοροποιηθεί η ψήφος τους αυτή από την ψήφο των οπαδών του ΚΚΕ, επειδή κι αυτοί είχαν ψηφίσει εναντίον της βασιλείας. (ΑΒΕΡΩΦ-ΤΟΣΙΤΣΑΣ, 2011(1974), σελ 206). Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η πραγματική δύναμη του ΚΚΕ ήταν τόσον στις εθνικές εκλογές του Μαρτίου του 1946 όσον και στο δημοψήφισμα του ιδίου έτους, λίγο πάνω από το 10%. Το 10% είναι το μέγιστο ποσοστό που η άκρα Αριστερά έλαβε ποτέ κατά την διάρκεια της μεταπολίτευσης, μετά τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ το 1974.. Ας μην ξεχνούμε και την πρόταση που έκανε ο Τσώρτσιλ στον Στάλιν όταν πρότεινε η Ελλάδα να ανήκει κατά 90% στην σφαίρα επιρροής της δύσης και 10% στην Ρωσία..
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1946 ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β΄ έφτασε στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας. Επιβιβάστηκε επί του αντιτορπιλικού «ΜΙΑΟΥΛΗΣ» και όπως προέβλεπε το τελετουργικό της εποχής, μεταφέρθηκε στο Φαληρικό Δέλτα όπου τον επισκέφθηκαν ο Δαμασκηνός και ο Τσαλδάρης. Η επίσημη υποδοχή έγινε στις 28-9-1946 στην προβλήτα του Φαλήρου. Ο βασιλιάς με τον Διάδοχο Παύλο και τη σύζυγό του Φρειδερίκη επιβιβάστηκαν σε ανοικτό αυτοκίνητο και δια της Λεωφόρου Συγγρού κατευθύνθηκαν μέσω της Πλατείας Συντάγματος προς τη Μητρόπολη Αθηνών για την καθιερωμένη Δοξολογία. Καθ’ οδόν, πλήθη Αθηναίων είχαν αυθόρμητα κατακλύσει τους δρόμους απ’ όπου θα περνούσε η πομπή. Ευχή και ελπίδα όλων αυτών που ζητωκραύγαζαν αλλά και εκείνων που ψήφισαν υπέρ της επιστροφής του ήταν ότι η επιστροφή του «..θα λειτουργούσε σαν ανάσχεση του κομμουνιστικού κινδύνου» (ΖΑΟΥΣΗΣ, 1992, σελ. 170) καθώς θεωρούσαν, μετά από αυτά που είχαν προηγηθεί κατά τον Κατοχικό Εμφύλιο και μετά τα Δεκεμβριανά αλλά και απ’ αυτά που έβλεπε ο απλός λαός να έρχονται, θεωρούσε τον βασιλιά ως «..συσπειρωτή εναντίον του κομμουνιστικού κινδύνου.» (ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ, 2006, σελ. 41).
Συνεχίζεται