Του Αντώνη Βελώνη*
Η καθίζηση της τουρκικής οικονομίας οδηγεί τη γείτονα χώρα σε μια προκλητική εθνικιστική και επεκτατική ρητορική με κύριο στόχο την αναζωπύρωση του οθωμανικού παρελθόντος. Σύσσωμη η πολιτική ηγεσία ασπάζεται αυτή την πολιτική, επιχειρώντας να την εκφράσει δια μέσου του φαινομένου της εποχής, τον Πρόεδρο της Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος εγκαθιδρύει μέρα με τη μέρα το δικό του σουλτανάτο.
Η πραγματικότητα όσον αφορά το εσωτερικό της Τουρκίας είναι απογοητευτική με την κοινωνία διχασμένη και με τους θεσμούς του κράτους σε πλήρη παρακμή. Τον εσωτερικό αυτό «διχασμό», ωστόσο, έρχεται να εξομαλύνει η ενότητα και ο συγκερασμός απόψεων και ιδεολογιών που εκδηλώνεται εκ μέρους των τουρκικών αντιπροσώπων στον μείζονα τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Και γιατί όχι άλλωστε αφού ο τελευταίος συνιστά το μοναδικό «αναίμακτο» πεδίο μέσα στο οποίο οι Τούρκοι συμφιλιωμένοι και ενωμένοι μπορούν να συμφωνούν και να καθορίζουν τον κοινό διαχρονικό τους εχθρό : την Ελλάδα !
Δεν είναι ανάγκη να αναφερθώ εκτενώς στα καθημερινά επεισόδια που διαδραματίζονται τόσο στον εναέριο χώρο όσο και στα θαλάσσια ύδατα της χώρας μας, με τις παραβιάσεις των Τούρκων να εξελίσσονται σε κανόνα παρά εξαίρεση! Οι ενέργειες των Τούρκων διχάζουν την ελληνική κοινή γνώμη. Είναι πολλοί που πιστεύουν ότι όλα αυτά αποτελούν επικοινωνιακά τρικ της τουρκικής ηγεσίας, με σκοπό την εσωτερική κατανάλωση για την αντιμετώπιση της κρίσης, αλλά από την άλλη, μια μερίδα πολιτών, ακαδημαϊκών και μη, θεωρεί ότι βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη καμπή της Ιστορίας και πως τίποτα δεν είναι δεδομένο, με τις συγκρίσεις με το παρελθόν μέρα με τη μέρα να πυκνώνουν.
Ίσως οι περισσότεροι αγνοούν ή δεν θέλουν να παραδεχτούν πως η Τουρκία διαδραμάτισε μεγάλο ρόλο και αποτέλεσε ισχυρή δύναμη κατά το παρελθόν στη περιοχή. Τα ιστορικά δεδομένα, όμως, παραμένουν και αποδεικνύουν ότι η κατάρρευση της πάλαι ποτέ πανίσχυρης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έναν αιώνα πριν, οδήγησε τη χώρα σε μια νέα εποχή με την εξωτερική της πολιτική να χαρακτηρίζεται αρκετά ισχνής και εσωστρεφής σε σχέση με το παρελθόν με λίγα μόνον παραδείγματα.
Οι ελληνό-τουρκικές σχέσεις δοκιμάζονται διαρκώς αφού η συνύπαρξη των δύο λαών, ιστορικά και γεωγραφικά κλείνει μια χιλιετία ζωής με το 1923 να αποτελεί τομή στις σχέσεις των δυο κρατών. Η Συνθήκη της Λοζάνης ουδέποτε έστειλε στο χρονοντούλαπο τις Ιστορίας τις διαφορές των δύο λαών. Πόσο μάλλον η συμφωνία της Άγκυρας του 1930 που και αυτή αποδείχθηκε ανίκανη να διευθετήσει τις επιμέρους διαφορές, επιβεβαιώνοντας τον σύγχρονο ιστορικό ότι οι ανωτέρω Συνθήκες λειτούργησαν εφήμερα και καιροσκοπικά, εξυπηρετώντας τις δυο αποδυναμωμένες δυνάμεις ενώ συνέφεραν όλες τις άλλες πλευρές.
Γι’ αυτό το λόγο, ο Ερντογαν προκαλεί και δεν αναγνωρίζει τις υπογραφές του παρελθόντος. Κάνει λόγο ανοιχτά για τα σύνορα τις καρδιάς τους, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο ιστορικό οθωμανικό παρελθόν, κάνοντας πολλούς να αναρωτιούνται αν μία υποθετική ή επικείμενη καταπάτηση του Διεθνούς Δικαίου από πλευράς των Τούρκων θα έδινε το ηθικό πλεονέκτημα στην Ελλάδα να έχει τον πρώτο λόγο στις εξελίξεις. Τουναντίον, το πρόσφατο παρελθόν μας υπενθυμίζει πως τις περισσότερες φορές υπερισχύει το δίκαιο του ισχυρού και τα οφέλη της τρίτης πλευράς.
Η Ιστορία τρέχει και όποιος δεν προλάβει τα άλματα της βρίσκεται σε μειονεκτική θέση. Οι εξελίξεις τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο είναι καταιγιστικές, με την λαϊκή οργή κατά του συστήματος και των επιλογών του να αποτυπώνεται στις εκλογικές αναμετρήσεις στην καρδιά της Δύσης.
Η Ελλάδα πιο αποδυναμωμένη από ποτέ, πρέπει να αποφύγει την επανάληψη των εθνικών της συμφορών, και δυστυχώς μια δεκαετία όπως αυτή του 1890 δεν μοιάζει πλέον με σενάριο χολυγουντιανής ταινίας.
*Βελώνης Αντώνιος
Φιλόλογος – Ιστορικός Α.Π.Θ.
Γραμματέας ΔΗΜ.Τ.Ο. Ν.Δ. Δίου – Ολύμπου