Σφήνες του Αφεντούλη
Εφιάλτης απελπιστικής νυκτός.
Νύχτα, με το που έρχεσαι, / σέρνεις μαζί σου σπαραγμούς, / σέρνεις μαζί σου δάκρυ.
Νύχτα, με το που χάνεσαι,/ μετρώ τους κτύπους της καρδιάς, / αλλά δεν βγάζω άκρη.
Κάθε που θα ‘ρθει δειλινό, / στο ίντερνετ πλακώνει οδύνη, / κατασχετήριο αλγεινό / άγνωστο χέρι μού αφήνει.
Μα μόλις φύγει και χαθείς, / εκεί που λέω μη ξαναρθείς / μαυρίλα και με πνίξεις, / σεισάχθεια φέρνει η αυγή / κι αναζητώ σκότος βαθύ / να αισθανθώ εκπλήξεις…
Ευρυμαθείς αναγνώστες μου, που επηρεασμένοι από το αριστούργημα «Όνειρο θερινής νυκτός», ίσως χαρακτηρίσατε αδιάφορη περιπέτεια το επιστέγασμα του εμπειροτέχνη πολιτικού αναλυτή, θείου Αφεντούλη, κάτωθεν του οποίου, ο οφειλέτης χαμηλοσυνταξιούχος, «Μήτσος», διασκευάζοντας παλαιότερη επιτυχία του λαϊκού πενταγράμμου, οικοδόμησε τον πόνο του, στροφή τη στροφή, πολυσυζητημένες οι πιέσεις του ΔουΝουΤου για να επιταχυνθούν οι κατασχέσεις γαρ, χτύπα ξύλο(!), ένα θα πούμε προς απάντησή σας:
«Πλανάσθε πλάνην οικτράν», ίνα μη το πιο ερεβώδες «βαθιά νυχτωμένοι» απευθύνουμε, και η εξιστόρηση συνεχιστεί στα μαύρα σκοτάδια, αμφιβάλλει κανείς;
Δεν νομίζω(!), καθόσον, αν αντιμετωπίζουμε λίαν επιεικώς την προπετή συμπεριφορά, το χρωστάτε στον οφειλέτη, που, μετά τις επιβραβεύσεις για τα ομοιοκατάληκτα χτισίματα, ανέβασε στροφές σε ποίηση Δημήτρη Χριστοδούλου και μουσική Μίκη άδων:
Είναι βαριά η δήμευση,
βαρύτερο το πλήγμα, / καταφυγή το σπιτικό / και στην ψυχή μου ρήγμα.
Στίχο – στίχο τον καημό μου, / τον ριμάρω και πονώ / κι είναι η απαντοχή μου / έξωση να μη δεχθώ.
Δείξε μου τράπεζα σκληρή, / δείξε μου μια συμπόνια, / δείξε την ευσπλαχνία σου / και σ’ εξοφλούν τα εγγόνια.
Στίχο – στίχο τον καημό μου, / τον μετράω κι αριθμώ, / με τη σύνταξη κομμένη, / εκατό και θα χρωστώ.
Ρύθμισε να μη ξαναδώ, / απλήρωτες τις δόσεις, / κάνε μου σκόντο σεβαστό / και τη σκληράδα εκπτώσεις.
Στίχο – στίχο τον καημό μου, / τον διαβάζω και ρωτώ, / αν βρεθούνε πλειοδότες / σε ποιο δρόμο θα βρεθώ;
Γίνε οφειλέτη ξέφωτο, / γίνε φτωχού τ’ απάγκιο, / να μην παλεύω θύελλες, / να μη με βρει ναυάγιο.
Στίχο – στίχο ο καημός μου, / με προτρέπει να σας πω, / αν δημεύσετε το σπίτι, / απ’ τον κόσμο θα χαθώ.
Αμάν! «Αν υπονόησες πτώση σε απόκρημνη ακτή, το νερό είναι κρύο και θα μου πουντιάσεις!» θεώρησε καλό να ενημερώσει στο σημείο αυτό, η πονετικιά σύζυγος, κυρία «Μήτσαινα», με την αφεντιά μας διερωτώμενη, προς αποφυγή τυχόν αναληθώς υποτιθεμένων παρεξηγήσεων: «Νέο μπανιάρισμα, όταν έτυχα λουτρού τον περασμένο μήνα;» και το χειρότερο, αναγνώστες μου;
Επειδή, τα ανωτέρω δεν αποκαλύπτουν τα βαθύτερη νοήματα της απειλής, μισό να ξεκαθαρίσουμε, διά παραφράσεως αείμνηστου Στράτου Διονυσίου, πως:
Αφού στο σπίτι δεν χωράω τώρα πια,
κι άλλος θα έχει τη δική μου τη γωνιά,
θα φύγω σαν πολίτης προδομένος,
ξένος, για πάντα ξένος.
Εγώ που ήμουν των καλπών,
θα φύγω αδιαφορών,
στις εκλογές αν είμ’ απών.
Εγώ που ήμουν των καλπών
την κάνω εξωτερικόν(!),
τρόφιμος συμπατριωτών,
εγώ ο ξένος, εγώ ο ξένος,
και οι δυνάμενοι να θεσμοθετήσουν το διά βίου ακατάσχετο της πρώτης κατοικίας, εμποδίζοντας τον μισεμό, άρα και την απώλεια της ψήφου, εκπρόσωποι ας πράξουν τα δέοντα πριν είναι αργά. Για τον «Μήτσο», εθνοπατέρες μας, για τον «Μήτσο»!…
-Ω-