Γράφει η Δ.Χ. Ποικιλίδου
Ζωγράφος-Λογοτέχνης
Ή αλλιώς, ψάχνοντας με το λυχνάρι του Διογένη να βρούμε τον Άνθρωπο, κατέληξα στο εξής συμπέρασμα: Πολύ δύσκολο να βρεθεί ένας τόσο δίκαιος Άνθρωπος, ένας Ηγέτης.
Αυτό μας το διαβεβαιώνει από τα βάθη των αιώνων ο Ψαλμωδός λέγοντας: «Πάντες εξέκλειναν….δεν υπάρχει ο πράττων αγαθόν, δεν υπάρχει ουδέ εις». Ψαλμός νγ 3′.
Από την άλλη, ψάχνοντας πάντα με το λυχνάρι, σε βάθος χρόνου, βρήκα κάποιους ξεχωριστούς που αξίζει να τους αναφέρω, που όμως όλοι τους βρήκαν άδοξο τέλος. Πρώτα πρώτα ας αναφέρω τον Σωκράτη τον σοφό, τον σούπερσταρ, τον οποίο η Εκκλησία του Δήμου καταδίκασε να πιει το κώνειο, επειδή λέει εισήγαγε καινά δαιμόνια, κι εκείνος πειθαρχώντας στους νόμους της πολιτείας, το ήπιε αγόγγυστα. Ποιον; Αυτόν τον ένα, τον μοναδικό. Αυτόν που αν και αποθανών έτι λαλεί. Ποιοι; Αυτοί οι ανάξιοι οι μηδαμινοί.
Ψάχνοντας ακόμα με το λυχνάρι, βρήκα κάποιον πιο σύγχρονο, τον Καποδίστρια. Αυτόν που ήρθε να αποκαταστήσει την δημοκρατία και την δικαιοσύνη, ύστερα από 400 χρόνια σκλαβιάς.
Αυτόν τον Άνθρωπο, αυτόν τον πατριώτη, που θα έπρεπε να του αποδώσουν τον στέφανο της δικαιοσύνης όλοι οι Έλληνες.
Μα εκείνοι αντ’αυτού, τι έκαναν;..
Τον δολοφόνησαν…
Όπως φυλάκισαν και τον Κολοκοτρώνη, τον γενναίο αγωνιστή του απελευθερωτικού αγώνα της πατρίδας, άνθρωποι με μικρό… άλφα.
Ο απολογισμός είναι, κώνειο, δολοφονία, φυλακή. Α, ναι. Υπάρχει και ο εξοστρακισμός, μα προ παντός η σταύρωση… Για το εξοστρακισμό του δίκαιου Αριστείδη, θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Για τη σταύρωση όμως του Χριστού, δεν θα μπορούσαμε να περιγράψουμε το μέγεθος της αγάπης Του, που Τον οδήγησε οικειοθελώς, σ’έναν θάνατο απαξιωτικό που του επέβαλαν άνθρωποι ανάξιοι και αμαρτωλοί, Αυτόν τον αναμάρτητο ΘεΆνθρωπο, φωνάζοντας «άρον άρον σταύρωσον αυτόν».
Όμως είναι μοναδική και ιδιαίτερη περίπτωση ,που ο ίδιος ήρθε αυτοβούλως να θυσιαστεί για να πληρώσει τα δυσβάσταχτα λύτρα, για τη σωτηρία του ανθρώπου. Στον κάθε χριστιανό είναι γνωστή η ιστορία που από αγάπη θυσιάστηκε ο Χριστός και όπως λέει ο ύμνος:
Η θάλασσα νά’ ταν μελάνι
κι ο ουρανός όλος χαρτί,
κάθε κλαδί να ήταν πένα
κ’ έγραφαν όλ’ εδώ στη γη.
Για τη αγάπη του Κυρίου,
θα στέρευε το νερό,
και το χαρτί θα ήταν λίγο,
για θέμα τόσο λαμπρό.
Τώρα, στην περίπτωση του δίκαιου Αριστείδη, αξίζει να εντρυφήσουμε επαρκώς στις σελίδες της ιστορίας και να αποκομίσουμε σωστά διδάγματα. Γοητεύτηκα από την ζωή και την προσωπικότητα του και θέλω να τη συμμεριστώ μαζί σου φίλε αναγνώστη.
Λοιπόν, ο Αριστείδης (περίπου 550π.χ.-467π.χ.) ο επονομαζόμενος και «δίκαιος», κατάγονταν από σχετικά εύπορη οικογένεια. Υπήρξε Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός, αντίπαλος του Θεμιστοκλή. Πολέμησε στη μάχη του Μαραθώνα (490π.χ.) ως στρατηγός και εκλέχτηκε άρχων της Αθήνας. Αργότερα, σαν ταμίας του ναού της Αθηνάς, διακρίθηκε για την τιμιότητα και τη δικαιοσύνη που επέδειξε, γι’ αυτό και ο στρατηγός Μιλτιάδης τον επέλεξε για τη φύλαξη των λαφύρων μετά την μάχη του Μαραθώνα.
Μέσα απ’ όλα αυτά τα γεγονότα που συνδέονται με το όνομα του, προβάλλει ως ένας δίκαιος, τίμιος και φιλόπατρις, πολιτικός και διπλωμάτης, και, πάρα τις διαφορές του με τον Θεμιστοκλή, κατόρθωσε να συντονιστεί μαζί του για το συμφέρον της πατρίδας του (πράγμα αδύνατον για τους σημερινούς διοικούντες).
Ο Θεμιστοκλής όμως κατάφερε να υποκινήσει τον φθόνο των Αθηναίων εναντίον του Αριστείδη, και τον εξοστράκισε το 483 εξουδετερώνοντας τον πολιτικά. Ο Αριστείδης δέχθηκε την αδικία αυτή αγόγγυστα και επέλεξε ως τόπο εξορίας του την Αίγινα.
Η εκστρατεία του Ξέρξη τρία χρόνια αργότερα έφερε πίσω εκ νέου τον Αριστείδη και όλους τους εξόριστους να αγωνισθούν εναντίον του Πέρση εισβολέα. Ο Αριστείδης πολέμησε δυναμικά.
Μέτα τη συντριβή του Ξέρξη στη Σαλαμίνα, όταν ο στρατηγός Μαρδόνιος επανήλθε στους Αθηναίους με δελεαστικές προτάσεις να τους δώσει πλούτη και να τους κάνει κυρίαρχους στη Ελλάδα, υπό τον όρο να σταματούσαν να πολεμούν εναντίον των Περσών, ο Αριστείδης έδειξε τον ήλιο και απάντησε: «όσο αυτός πορεύεται αυτή την πορεία, οι Αθηναίοι θα πολεμούν τους Πέρσες για τη χώρα που έχει λεηλατηθεί και για τα ιερά που έχουν βεβηλωθεί και κατακαεί».
Ο Αριστείδης παρέμεινε φτωχός ως το τέλος της ζωής του παρά τα υψηλότατα αξιώματα και τα μεγάλα χρηματικά ποσά που διαχειρίστηκε. (Που είσαι Αριστείδη να δεις τους απογόνους σου, τι βουτιές κάνουν……) Στάθηκε επιεικής και μεγαλόψυχος έναντι στον Θεμιστοκλή, όταν ο τελευταίος έπεσε σε δυσμένεια του Δήμου και εξοστρακίστηκε, δεν χάρηκε με την κακοτυχία του.
Ο Αριστείδης πέθανε στην Αθήνα το 467 π.Χ., σε ηλικία 73 ετών, αφού προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στην πατρίδα του.
Πέθανε όπως έζησε, πάμφτωχος, δημοσία δαπάνη. Οι θυγατέρες του προικίστηκαν με δαπάνες του δημοσίου, ενώ ο γιος του Λυσίμαχος έλαβε 100 ασημένιες μνες και δημόσια γη για να καλλιεργήσει.
Εκείνο που θυμάμαι ακόμα από τα σχολικά μου χρόνια για τον εξοστρακισμό του δίκαιου Αριστείδη, είναι εκείνο το περιστατικό, που την ημέρα του εξοστρακισμού του, συνάντησε τυχαία έναν αγράμματο χωριάτη. Αυτός χωρίς να τον γνωρίζει, του ζήτησε να γράψει το όνομα του στο όστρακο. Ο Αριστείδης τότε χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του, ρώτησε τον συμπολίτη του αν του έχει κάνει κάτι και θέλει να τον εξοστρακίσει. Τότε ο χωριάτης του απάντησε πως, «όχι δεν μου έχει κάνει τίποτα ούτε τον γνωρίζω, αλλά ενοχλούμαι να ακούω παντού να τον αποκαλούν Δίκαιο».
Αδιάσειστος λόγος ….ε;
Ο Αριστείδης έγραψε το όνομα του στο όστρακο και το έδωσε στον συμπολίτη του χωρίς να πει τίποτε.
Συμπέρασμα. Κρατώντας στο χέρι το λυχνάρι του Διογένη και ψάχνοντας να βρούμε ένα δίκαιο Άνθρωπο, έναν Πατριώτη, που θα μας σώσει από τα μνημόνια, να σώσει την πατρίδα από μια μόνιμη οικονομική σκλαβιά, καταλάβαμε πως ακόμα και όταν βρέθηκε κάποιος, τον σκοτώσαμε, τον φυλακίσαμε, τον εξοστρακίσαμε, τον σταυρώσαμε, «της κείνου ρήμασι πειθόμενοι», τουτέστιν «του άρχοντος του αιώνος τούτου, που ως λέων ωρυόμενος, περιέρχεται ζητών τίνα να καταπίει»…..
Απ’ αυτόν ποιος θα μας γλιτώσει; Μήπως όμως καθ’ υπόδειξή του ψηφίζουμε αυτόν που μας αξίζει;
Γι’ αυτό κι εγώ «υψώνω τους οφθαλμούς μου προς τα όρη, πόθε θέλει ελθεί η βοήθειά μου; Η βοήθειά μου έρχεται από του Κυρίου του ποιήσαντος τον ουρανό και την γη». Ψαλμός ρκα’1-2. Αμήν.