ΧΘΕΣ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΠΑΡΚΟΥ
ΧΘΕΣ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΠΑΡΚΟΥ
Τι έχει να πει ένα ποντιακό θέατρο για τον ξεριζωμό των ελλήνων του Πόντου σήμερα. Ίσως τα έχουμε πει όλα θα σκέφτεται κανείς μετά από τόσα χρόνια και μια αναβάπτιση στη νοσταλγία και τη θλίψη να μην είναι απαραίτητη.
Άλλωστε οι άνθρωποι που βίωσαν αυτές τις στιγμές δεν υπάρχουν σήμερα και οι απόγονοι δεν έχουν αυθεντικές παραστάσεις. Η ιστορία αυτή δεν είναι βίωμα αλλά η τρυφερή ανάμνηση διηγήσεων που το φίλτρο του χρόνου γκριζάρει τον τόνο του πόνου, τον απαλύνει.
Αυτές οι σκέψεις περνούσαν από το νου μας όταν κατευθυνόμασταν στο θεατράκι του Πάρκου.
Το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό. Κατ’ αρχήν η ιστορία πραγματευόταν ένα άλλο κομμάτι της τραγικής ιστορίας του ξεριζωμού, που εδώ στην Κατερίνη είναι μέρος της μνήμης των κατοίκων της. Είναι η επιστροφή στην Ελλάδα από τη Ρωσία και όχι από τον Πόντο. Σε μια περίοδο αμέσως μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο και τον τερματισμό του.
Η περιπέτειά τους στο χώρο αυτό άρχισε το 1878. Με τη Συνθήκη του Βερολίνου η οθωμανική επαρχία του Καρς παραχωρήθηκε στη Ρωσία και έτσι άνοιξε ο δρόμος για τη μαζική μετανάστευση ελληνικών πληθυσμών. Στις αγροτικές περιοχές του «Κυβερνείου» του Καρς, εγκαταστάθηκαν τότε περίπου 35.000 Πόντιοι από τις επαρχίες Τραπεζούντας, Σεβάστειας, Νεοκαισάρειας, Αμάσειας, Αργυρούπολης και Κερασούντας.
Το Μάρτιο του 1918 (με τη συνθήκη του Brest–Litovsk) η περιοχή επιστράφηκε στην Τουρκία και οι χριστιανικοί πληθυσμοί αναζήτησαν καταφύγιο στις ελληνικές κοινότητες του βορείου Καυκάσου και της νότιας Ρωσίας. Εξ αιτίας της ευνοϊκής έκβασης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η δεύτερη μετανάστευσή τους ήταν σύντομη και οι Έλληνες του Κάρς άρχισαν να επαναπατρίζονται την άνοιξη του 1919.
Όμως η κατάσταση στην περιοχή ήταν πλέον απελπιστική. Οι αντιπαραθέσεις των λαών της περιοχής (Γεωργιανών, Αρμενίων και Αζέρων), η ανεξέλεγκτη τρομοκρατική δράση αζερικών, κουρδικών και τουρκικών ένοπλων ομάδων και κυρίως η ανοιχτή πολεμική αναμέτρηση ανάμεσα στην εύθραυστη Δημοκρατία της Αρμενίας και τις ανασυντασσόμενες κεμαλικές δυνάμεις έθεταν σε άμεσο κίνδυνο την επιβίωση του ελληνικού στοιχείου του Καρς.
Τότε η ελληνική κυβέρνηση έστειλε στην περιοχή δύο αποστολές, μία πολιτική, με επικεφαλής τον Ιωάννη Σπυριδάκη, φίλο του Ελευθερίου Βενιζέλου, και μία ανθρωπιστική. Η δεύτερη συγκροτήθηκε από αξιωματούχους του Υπουργείου Κοινωνικής Περιθάλψεως και είχε αρχικά επικεφαλής το συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη, γενικό διευθυντή του Υπουργείου. Έφτασε στο Βατούμ τον Ιούλιο του 1919 με στόχο να ανακουφίσει τους Έλληνες πρόσφυγες και παράλληλα να διερευνήσει τις δυνατότητες είτε για την εκεί παραμονή τους, είτε για τη μετεγκατάστασή τους σε άλλες περιοχές του ευρύτερου χώρου, είτε, τέλος, για την οριστική μεταφορά τους στην Ελλάδα.
Εδώ εξελίσσεται η ιστορία που έγραψε ο Δημήτρης Πιπερίδης το «Νόστος, Ρίζα μ’ και κλαδί μ’» , στο παραλιακό Βατούμ, όπου κατέφυγαν οι Έλληνες του Πόντου, οι δικοί μας κατέφυγαν στο Σοχούμ. Χωρίς την πατρίδα τους τον Πόντο, που έστεκε απόμακρη σε απόσταση αναπνοής και την μητέρα πατρίδα την Ελλάδα, άγνωστη και πολύ μακριά.
Μια αφήγηση από μια ακόμη τραγική στιγμή του ελληνισμού που κλήθηκε να επιλέξει και πάλι νέα πατρίδα. Η στιγμή του αποχωρισμού δυνατή. Τους νέους τους καλεί το αύριο. Για τους μεγάλους το παρελθόν έχει ρίζες που δεν μπορούν να ξεκόψουν.
Η ερμηνεία του Τάκη Βαμβακίδη ήταν αξιώσεων, και οι άλλοι συντελεστές Αλέξης Παρχαρίδης, Έλενα Νεανίδη και Μάγδα Πένσου, δεν υστερούσαν. Το τραγούδι της έναρξης ήταν του Κωνσταντίνου Τσαχουρίδη.
Με σωστές δόσης τραγικού και κωμικού στοιχείου η παράσταση δεν ξέφυγε από το ρυθμό της.
Το κλείσιμο της βραδιάς έκανε ο πρόεδρος της Ένωσης Ποντίων Πιερίας Κώστας Παπουτσίδης, συγχαίροντας θερμά τους ηθοποιούς και καλώντας επί σκηνής τον ιστορικό Κώστα Φωτιάδη, το έργο του οποίου είναι η ζώσα ιστορική μνήμη του Πόντου.
Να σημειώσουμε ότι τα μέτρα υγιεινής τηρήθηκαν και οι θεατές δεν ήταν μόνο από την Κατερίνη, αλλά από την Ελασσόνα και τη Γερμανία, φαν του Ποντιακού θεάτρου και του Τάκη Βαμβακίδη.
Την παράσταση παρακολούθησε ο αντιδήμαρχος Γιώργος Κυριακίδης ως εκπρόσωπος του δήμου Κατερίνης, πρόεδροι Ποντιακών Σωματείων της Πιερίας και πολύς κόσμος.