Γράφει η Ελένη Σιδηροπουλου
Γράφει η Ελένη Σιδηροπουλου
Ο Μέγας Βασίλειος ήταν ένας από τους τρεις ιεράρχες, γεννήθηκε το 330 στη Νεοκαισάρεια του Πόντο. Σπούδασε ρητορική, φιλοσοφία, αστρονομία, γεωμετρία, ιατρική, φιλολογία και φυσική στην Καισάρεια, στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα στην περίφημη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και το 370 διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο το μητροπολίτη Καισάρειας.
Ο ίδιος έγινε γνωστός κυρίως για τη φιλανθρωπία του και γιατί φρόντιζε πάντα όσους είχαν την ανάγκη του. Σύμφωνα με την παράδοση αμέσως μετά τα Χριστούγεννα ξεκινούσε πεζός μ’ ένα ραβδί στο χέρι και έφερνε συμβολικά δώρα στους ανθρώπους δώρα: ευλογία του και η καλή τύχη.
Από τον Μέγα Βασίλειο ξεκίνησε και η παράδοση της βασιλόπιτας της Πρωτοχρονιάς. Όλα άρχισαν όταν ο Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε στην πόλη για να εισπράξει φόρους, οι κάτοικοι ζήτησαν τη βοήθεια του Μεγάλου Βασιλείου για να μην χάσουν τα πολύτιμα αντικείμενα τους, αφού ήταν και τα μόνα που είχαν του. Αφού τα συγκέντρωσαν και τα είδε ο Έπαρχος, ο Μέγας Βασίλειος τον έπεισε να μην τα πάρει. Ενθουσιασμένοι οι κάτοικοι ευχαριστούν τον Μέγα Βασίλειο που τους βοήθησε, ωστόσο τότε προέκυψε το ζήτημα της επιστροφές των αντικειμένων στους ιδιοκτήτες τους. Τότε για να μην υπάρξει διχόνοια και προστριβές τους διέταξε τους πιστούς να φτιάξουν το απόγευμα του Σαββάτου πίτες και να βάλουν μέσα σε κάθε μία από ένα αντικείμενο. Την επομένη τους τις μοίρασε και, σαν από θαύμα, κάθε ένας βρήκε μέσα στην πίτα αυτό που είχε προσφέρει
Την Πρωτοχρονιά
Η αλλαγή του χρόνου βρίσκει τις ποντιακές οικογένειες να κόβουν την πατροπαράδοτη Βασιλόπιτα όπου ήταν αλμυρή. Με σεβασμό πάντα στα θεία, το πρώτο και το δεύτερο κομμάτι αφιερώνονται στον Χριστό και την Παναγία. Το τρίτο κομμάτι στον Άγιο Βασίλειο, το τέταρτο στους φτωχούς, το πέμπτο στο σπίτι και τα υπόλοιπα μοιράζονται στα μέλη της οικογένειας. Εάν το φλουρί έπεφτε στα πρώτα τρία κομμάτια, το πήγαιναν στην εκκλησία και ύστερα φυλάσσονταν δίπλα στο εικονοστάσι του σπιτιού. Αν το φλουρί ειχε πέσει σε κάποιο μέλος της οικογένειας, θεωρούνταν τυχερό και η τύχη θα τον ακολουθούσε όλη τη χρονιά. Ο μεγαλύτερος της οικογένειας, την έκοβε και μετά το κόψιμο της έπαιρνε στα χέρια του ένα πιάτο με επτά ζευγάρια λεφτοκαρυών (φουντούκια) και ένα μονό, και ρίχνοντάς τα στον αέρα λέει τρεις φορές: «Φύγαμε από τον παλαιό (άσχημο) χρόνο στο χρόνο καλό». Τα φουντούκια που πέφτουν πίσω στο πιάτο είναι τυχερά.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς όποιος ξυπνήσει πρώτος έχει την υποχρέωση να φέρει απ’ έξω το πρώτο νερό, το οποίο το ονομάζουν καλαντόνερον. Ο «απεσταλμένος» παίρνει τα τυχερά λεφτοκάρυα και στη διάρκεια της διαδρομής δεν πρέπει να μιλήσει με κανέναν. Γυρνώντας στο σπίτι όλοι πλένονται με το καλαντόνερο και εύχονται ο ένας στον άλλον καλή χρονιά