Μέρες τώρα ο ουρανός ήταν
απαρηγόρητα θλιμμένος και απειλητικός.
Μα εμένα, διόλου δεν με φόβιζε.
Ήξερα πως οι αγριάδες του
Ήταν φαινομενικές,
πως ήπιος και μαλακός
ήτανε κατά βάθος
Μέρες τώρα ο ουρανός ήταν
απαρηγόρητα θλιμμένος και απειλητικός.
Μα εμένα, διόλου δεν με φόβιζε.
Ήξερα πως οι αγριάδες του
Ήταν φαινομενικές,
πως ήπιος και μαλακός
ήτανε κατά βάθος
Αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος
που του ‘δειχνα ανεπιφύλακτα
την προτίμησή μου.
Κι όχι μόνον εγώ.
Στα μέρη μας το φθινόπωρο όταν θυμώσει
βγάζει το καπέλο του
και πλημμυρίζει τα περίχωρα
με τόσα σύκα και σταφύλια
όσες οι σταγόνες της βροχής.
Και όταν τελειώσει τη δουλειά,
απ’ τους χυμούς των σταφυλιών
το νέκταρ θα αντλήσει
και θ’ ανέβει στο θεϊκό βουνό
μ’ ένα καπέλο γεμάτο κρασί,
τους Ολύμπιους θεούς μας να μεθύσει.
Όλα λοιπόν αυτά είναι γνωστά
και είναι το πρώτο που μαθαίνουν τα μωρά
σε τούτο τον ευτυχισμένο τόπο.
Γι’ αυτό τότε κι εγώ
καθόλου δεν φοβήθηκα
την απειλητική του όψη
και άδραξα με μιας
χρωστήρα και τελάρο και μπογιές
και με αισιόδοξη διάθεση
πήρα την ανηφόρα
στης Πιερίας τα ήμερα λημέρια
τα γνωστά.
Εκεί βρέθηκα
εμπρός στη μεγάλη αποκάλυψη.
Κοίταξα γύρω μου εκστατικά
και άθελά μου φώναξα:
«Έλα Σεζάν, έλα Κουρμπέ και Πισσαρό
γόητες μεγάλοι του χρωστήρα
τοπιογράφοι απαράμιλλοι
να δείτε θέαμα αντάξιο
των μαγικών χεριών σας»
Φυσικά δεν ήρθε κανένας
κι έμεινε σε μένα
η υπέρτατη ευθύνη
ν’ αποθανατίσω τέλεια
την πρόσκαιρη και φευγαλέα
εκείνη φθινοπωρινή πόζα.
Επιστράτευσα όλες μου τις δυνατότητες
κι έθεσα σε λειτουργία
όλα τα αισθητήρια χεριού και ματιών
και όσες γνώσεις είχα
για την μείξη των χρωμάτων.
Εξάντλησα όλους του τόνους του κεχριμπαριού.
Ανάμειξα το πράσινο και το καφέ
για τα αειθαλή
ενώ για τα φυλλοβόλα προτίμησα
το κίτρινο, το καρπουζί
μ’ ανταύγειες πορτοκαλιές
κι έναν τόνο ώχρας
για να δείχνει το θάνατο
που παραμονεύει.
Δεν πρόλαβα να τελειώσω
κι ένα πέπλο ομίχλης
κάλυψε την οπτασία που έβλεπα
για να κρύψει την αθανασία της στιγμής.
Χίλιες υποψίες μου μπήκαν τότε στο μυαλό.
Σκέφτηκα πως σίγουρα
ήταν δουλειά των μουσών.
Ναι, αυτές οι ζηλόφθονες
θέλησαν να κρατήσουν για τον εαυτό τους
το θέαμα το θεϊκό
κι έμειναν ανένδοτες
στα παρακάλια μου,
να μ’ αφήσουν να τελειώσω τον πίνακά μου.
Από τότε πέρασαν χρόνια πολλά
και ίσως περάσουν άλλα τόσα
που κάθε φθινόπωρο, όπου κι αν βρεθώ
αδράτω το χρωστήρα μου και τρέχω
με την αβάσιμη ελπίδα πάντα
να μ’ αφήσουν οι Μούσες
τον πίνακά μου να τελειώσω, μια φορά.
Δέσποινα Ποικιλίδου